Η 18η ΜΠΡΥΜΑΙΡ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ (6)


ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ


6ον ΜΕΡΟΣ


(Συνέχεια από το προηγούμενο)


IV


Στα μέσα του Οκτώβρη 1849 συνήλθε πάλι η εθνοσυνέλευση. Την 1η του Νοέμβρη ο Βοναπάρτης την ξάφνιασε μ’ ένα μήνυμα, που ανάγγελνε την παύση της κυβέρνησης Μπαρρό-Φαλλού και το σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης. Ποτέ δεν έδιωξαν λακέδες με λιγότερες διατυπώσεις απ’ όσες χρησιμοποίησε ο Βοναπάρτης για τους υπουργούς του. Τις κλωτσιές που προορίζονταν για την εθνοσυνέλευση τις δέχτηκαν για την ώρα οι Μπαρρό και Σία.


Η κυβέρνηση Μπαρρό, όπως είδαμε, σχηματισμένη από νομιμόφρονες και ορλεανικούς, ήταν μια κυβέρνηση του κόμματος της τάξεως. Ο Βοναπάρτης την είχε χρειαστεί για να διαλύσει τη δημοκρατική συντακτική, για να πραγματοποιήσει την εκστρατεία ενάντια στη Ρώμη και για να τσακίσει το δημοκρατικό κόμμα. Ο ίδιος είχε εκλείψει φαινομενικά πίσω απ’ αυτή την κυβέρνηση, είχε παραδώσει την κυβερνητική εξουσία στα χέρια του κόμματος της τάξεως και είχε φορέσει τη μάσκα του μετριόφρονα που φορούσε τον καιρό του Λουδοβίκου Φιλίππου ο υπεύθυνος συντάκτης μιας εφημερίδας, τη μάσκα του home de paille (σ. σ. Αχυράνθρωπος. Εκείνος που ασκεί εικονικά τα καθήκοντά του). Τώρα πέταξε μακριά τη μάσκα, που δεν ήταν πια το ελαφρό εκείνο πέπλο που πίσω του θα μπορούσε να κρύψει τη φυσιογνωμία του, αλλά μια σιδερένια μάσκα που τον εμπόδιζε να δείξει τη δική του τη φυσιογνωμία. Είχε διορίσει την κυβέρνηση Μπαρρό για να διαλύσει στο όνομα του κόμματος της τάξεως τη δημοκρατική εθνοσυνέλευση. Την ίδια την εθνοσυνέλευση την έπαψε για να διακηρύξει ότι το πρόσωπό του ήταν ανεξάρτητο από την εθνοσυνέλευση του κόμματος της τάξεως.


Δεν του έλειπαν άλλωστε εύλογες προφάσεις για την παύση αυτή. Η ίδια η κυβέρνηση Μπαρρό παραμελούσε τους τύπους ευπρέπειας που θα μπορούσαν να παρουσιάσουν τον πρόεδρο της δημοκρατίας σαν μια δύναμη πλάι στην εθνοσυνέλευση. Στις διακοπές της εθνοσυνέλευσης ο Βοναπάρτης δημοσίευσε μια επιστολή προς τον Έντγκαρ Νέϋ, όπου φαινόταν σαν να αποδοκιμάζει τη μη φιλελεύθερη εκδήλωση του Πάπα, ακριβώς όπως σε αντίθεση προς τη συντακτική, είχε δημοσιεύσει μια επιστολή που έδινε συγχαρητήρια στον Ουντινό για την επίθεσή του ενάντια στη ρωμαϊκή δημοκρατία. Όταν λοιπόν η εθνοσυνέλευση ψήφιζε τις πιστώσεις για την εκστρατεία της Ρώμης, ο Βίκτωρ Ουγκώ, από ένα δήθεν φιλελευθερισμό, άνοιξε συζήτηση για την επιστολή αυτή. Το κόμμα της τάξεως έπνιξε τη σκέψη για συζήτηση της επιστολής μέσα σε περιφρονητικές κραυγές δυσπιστίας, σα να μην είχαν καμιά πολιτική σημασία οι ιδέες του Βοναπάρτη. Κανένας από τους υπουργούς δε δέχτηκε για τον εαυτό του την πρόκληση. Σε μια άλλη περίσταση ο Μπαρρό, με το γνωστό κούφιο στόμφο του, πρόφερε από το βήμα λόγια γεμάτα αγανάκτηση για τις «απαίσιες μηχανορραφίες» που κατά τα λεγόμενά του, γίνονταν στο άμεσο περιβάλλον του προέδρου. Τέλος, ενώ η κυβέρνηση πέτυχε να ψηφίσει η εθνοσυνέλευση μια σύνταξη χηρείας για τη δούκισσα της Ορλεάνης, αρνήθηκε να υποβάλει οποιαδήποτε πρόταση για αύξηση της προεδρικής επιχορήγησης. Και στο πρόσωπο του Βοναπάρτη ο αυτοκρατορικός μνηστήρας συγχωνευόταν τόσο πολύ με τον ξεπερασμένο τυχοδιώκτη, που η μια μεγάλη ιδέα του, ότι ήταν προορισμένος να παλινορθώσει την αυτοκρατορία, συμπληρωνόταν πάντοτε από την άλλη ιδέα, ότι ο γαλλικός λαός είχε αποστολή να πληρώνει τα χρέη του.


Η κυβέρνηση Μπαρρό-Φαλλού ήταν η πρώτη και τελευταία κοινοβουλευτική κυβέρνηση που σχημάτισε ο Βοναπάρτης. Γι’ αυτό η παύση της αποτελεί μια αποφασιστική καμπή. Μαζί με την κυβέρνηση αυτή το κόμμα της τάξεως έχασε μια για πάντα μια απαραίτητη θέση για τη διατήρηση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος, το μοχλό της εκτελεστικής εξουσίας. Καταλαβαίνει κανείς αμέσως ότι σε μια χώρα σαν τη Γαλλία, όπου η εκτελεστική εξουσία διαθέτει έναν υπαλληλικό στρατό με πάνω από μισό εκατομμύριο άτομα, δηλαδή διατηρεί συνεχώς κάτω από την πιο απόλυτη εξάρτησή της μια τεράστια μάζα από συμφέροντα και υπάρξεις, όπου το κράτος περιβάλλει, ελέγχει, ρυθμίζει, επιτηρεί και κηδεμονεύει την αστική κοινωνία από τις πιο πλατιές εκδηλώσεις της ζωής της ως τις πιο ασήμαντες κινήσεις της, από τους πιο γενικούς τρόπους της ζωής της ως την ιδιωτική υπόσταση των ατόμων, όπου το παρασιτικό αυτό σώμα αποκτά με τον πιο άκρο συγκεντρωτισμό τη δυνατότητα να είναι πανταχού παρόν, να είναι παντογνώστης και να έχει μια μεγάλη ικανότητα κίνησης και μια ελαστικότητα που το ανάλογό της υπάρχει μόνο στην απόλυτη έλλειψη αυτοτέλειας και στην πλαδαρή αμορφία του πραγματικού κοινωνικού σώματος – είναι φανερό πως σε μια τέτοια χώρα η εθνοσυνέλευση, μαζί με το δικαίωμα να διαθέτει τις υπουργικές θέσεις, έχανε και κάθε πραγματική επιρροή, αν δεν απλοποιούσε ταυτόχρονα τη διοίκηση του κράτους, αν δε λιγόστευε όσο έπαιρνε το στρατό των υπαλλήλων και αν τέλος, δεν επέτρεπε στην αστική κοινωνία και στην κοινή γνώμη να δημιουργήσουν τα δικά τους, ανεξάρτητα από την κυβερνητική εξουσία όργανα. Αλλά το υλικό συμφέρον της γαλλικής αστικής τάξης είναι ακριβώς πολύ στενά συνυφασμένο με τη διατήρηση αυτής της πλατιάς και πολύκλαδης κρατικής μηχανής. Σ’ αυτή βρίσκει θέσεις για τον υπεράριθμο πληθυσμό της και συμπληρώνει με τη μορφή των κρατικών μισθών ότι δε μπορεί να τσεπώσει με τη μορφή του κέρδους, των τόκων, του εισοδήματος και των αμοιβών. Από την άλλη μεριά, το πολιτικό της συμφέρον την ανάγκασε μέρα με τη μέρα να εντείνει την καταπίεση, δηλ. τα μέσα και το προσωπικό της κρατικής εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα είναι υποχρεωμένη να κάνει έναν αδιάκοπο πόλεμο ενάντια στην κοινή γνώμη, και να κολοβώνει και να παραλύει με δυσπιστία τα αυτοτελή όργανα κίνησης της κοινωνίας, όταν δεν κατορθώνει να τα ακρωτηριάζει ολότελα. Έτσι η γαλλική αστική τάξη ήταν, απ’ αυτή την ταξική της θέση, αναγκασμένη από τη μια μεριά να εκμηδενίζει τους όρους της ζωής κάθε κοινοβουλευτικής εξουσίας, συνεπώς και της δικής της κοινοβουλευτικής εξουσίας, κι από την άλλη μεριά να κάνει ακατάβλητη την εχθρική της εκτελεστική εξουσία.


Η νέα κυβέρνηση λεγότανε κυβέρνηση ντ’ Ωπούλ. Όχι γιατί ο στρατηγός ντ’ Ωπούλ είχε τάχα αποκτήσει το αξίωμα του πρωθυπουργού. Απεναντίας, διώχνοντας το Μπαρρό, ο Βοναπάρτης είχε ταυτόχρονα καταργήσει αυτό το αξίωμα, που καταδίκαζε βέβαια τον πρόεδρο της δημοκρατίας στη νόμιμη μηδαμινότητα ενός συνταγματικού βασιλιά, μα ενός συνταγματικού βασιλιά δίχως θρόνο και δίχως στέμμα, δίχως σκήπτρο και δίχως σπαθί, δίχως το ανεύθυνο, δίχως την απαράγραπτη κατοχή του ανώτατου αξιώματος του κράτους και, το χειρότερο απ’ όλα, δίχως επιχορήγηση. Η κυβέρνηση ντ’ Ωπούλ διέθετε μόνο έναν άνθρωπο με κάποια κοινοβουλευτική φήμη, τον τοκογλύφο Φουλντ, ένα από τα πιο κακόφημα μέλη της αριστοκρατίας του χρήματος. Του έδωσαν το υπουργείο των οικονομικών. Αρκεί να ξεφυλλίσει κανείς τις καταστάσεις του χρηματιστηρίου του Παρισιού για να βρει πώς ύστερα από την 1η του Νοέμβρη 1849 τα γαλλικά κρατικά χρεόγραφα ανεβαίνουν και πέφτουν μαζί με το ανέβασμα και το πέσιμο των βοναπαρτικών μετοχών. Ενώ ο Βοναπάρτης βρήκε έτσι το σύμμαχό του στο χρηματιστήριο, γινόταν ταυτόχρονα κύριος της αστυνομίας διορίζοντας τον Καρλιέ διευθυντή της αστυνομίας του Παρισιού.


Ωστόσο οι συνέπειες της κυβερνητικής αλλαγής μπορούσαν να εκδηλωθούν μονάχα με τον καιρό. Για την ώρα ο Βοναπάρτης έκανε απλώς ένα βήμα μπροστά για να σπρωχθεί προς τα πίσω ακόμα πιο ολοφάνερα. Το βάναυσο μήνυμά του το ακολούθησε η πιο δουλική δήλωση υποταγής στην εθνοσυνέλευση. Κάθε φορά που οι υπουργοί αποτολμούσαν τη δειλή απόπειρα να εισηγηθούν τις προσωπικές τους παραξενιές σαν νομοσχέδια, φαίνονταν οι ίδιοι πως εκτελούσαν άθελά τους, αναγκασμένοι από τη θέση τους, κωμικές εντολές που από τα πριν ήταν βέβαιοι για την αποτυχία τους. Κάθε φορά που ο Βοναπάρτης φλυαρούσε για τα σχέδιά του πίσω από την πλάτη των υπουργών κι έπαιζε με τις «ναπολεόντειες» ιδέες του, οι ίδιοι οι υπουργοί του τον αποδοκίμαζαν από το βήμα της εθνοσυνέλευσης. Οι σφετεριστικές του επιθυμίες φαίνονταν να εκδηλώνονται μονάχα για να μην παύουν τα χαιρέκακα γέλια των αντιπάλων του. Συμπεριφερόταν σαν μια παραγνωρισμένη μεγαλοφυΐα, που όλους ο κόσμος τη θεωρεί ηλίθια. Ποτέ δεν απόλαυσε πληρέστερα την περιφρόνηση όλων των τάξεων όσο στο διάστημα αυτής της περιόδου. Ποτέ η αστική τάξη δεν κυριάρχησε πιο απόλυτα, ποτέ δεν επιδείκνυε με περισσότερο κομπασμό τα διακριτικά της κυριαρχίας της.


Δεν είναι ανάγκη να γράψω εδώ την ιστορία της νομοθετικής της δράσης, που στο διάστημα αυτής της περιόδου συνοψίζεται σε δυο νόμους: στο νόμο που ξανάφερε το φόρο στα κρασιά και στο νόμο για την εκπαίδευση που καταργεί την απιστία. Αν έτσι δυσκολεύανε τους γάλλους να πίνουν κρασί, τους χάριζαν όμως με μεγαλύτερη αφθονία το νερό της αληθινής ζωής. Αν με το νόμο για το φόρο των κρασιών η αστική τάξη κήρυσσε απαραβίαστο το παλιό, μισητό γαλλικό φορολογικό σύστημα, με το νόμο για την εκπαίδευση προσπαθούσε να ασφαλίσει την παλιά πνευματική κατάσταση των μαζών, που τις έκανε να ανέχονται αυτό το φορολογικό σύστημα. Απορεί κανείς βλέποντας τους ορλεανικούς, τους φιλελεύθερους αστούς, τους παλιούς αυτούς απόστολους του βολταιρισμού και της εκλεχτικής φιλοσοφίας, να εμπιστεύονται στους πατροπαράδοτους εχθρούς τους στους ιησουΐτες, να διευθύνουν το γαλλικό πνεύμα. Αλλά αν στο ζήτημα του μνηστήρα του θρόνου, οι ορλεανικοί και οι νομιμόφρονες μπορούσαν να διαφωνούν, καταλάβαιναν ωστόσο πως η κοινή τους κυριαρχία τους επέβαλε να ενώσουν τα μέσα καταπίεσης δυο εποχών, ότι τα μέσα υποδούλωσης της μοναρχίας του Ιούλη έπρεπε να τα συμπληρώσουν και να τα ενισχύσουν με τα μέσα υποδούλωσης της παλινόρθωσης.


Οι αγρότες, γελασμένοι σ’ όλες τους τις ελπίδες, τσακισμένοι περισσότερο από κάθε άλλη φορά, από τη μια μεριά από το χαμηλό επίπεδο των τιμών των δημητριακών και από την άλλη από την αύξηση των φορολογικών βαρών και των υποθηκικών χρεών, άρχισαν να κινούνται στους νομούς. Τους απάντησαν μ’ ένα κυνηγητό των δασκάλων που τους υπόταξαν στους νομάρχες και μ’ ένα σύστημα κατασκοπείας που σ’ αυτό υποτάχθηκε όλος ο κόσμος. Στο Παρίσι και στις μεγάλες πόλεις η ίδια η αντίδραση έχει την αληθινή φυσιογνωμία της εποχής της και περισσότερο προκαλεί παρά χτυπάει. Στην ύπαιθρο όμως γίνεται πρόστυχη, χυδαία, μικροπρεπή, κουραστική, βασανιστική, με μια λέξη χωροφύλακας. Καταλαβαίνει κανείς πως τρία χρόνια χωροφυλακίστικο καθεστώς, ευλογημένο από το καθεστώς των παπάδων, θα εξαχρείωνε τις αδιαπαιδαγώγητες μάζες.


Όσο πάθος και στόμφο κι αν χρησιμοποιούσε το κόμμα της τάξεως από το βήμα της εθνοσυνέλευσης ενάντια στη μειοψηφία, ο λόγος του έμενε μονοσύλλαβος σαν του Χριστιανού που τα λόγια του πρέπει να είναι: ναι – ναι, όχι – όχι! Μονοσύλλαβος, τόσο στο βήμα όσο και στον Τύπο. Ανούσιος σαν ένα αίνιγμα που ξέρεις από πριν τη λύση του. Είτε γινόταν λόγος για το δικαίωμα της αναφοράς ή για το φόρο στα κρασιά, είτε για την ελευθερία του Τύπου ή για το ελεύθερο εμπόριο, είτε για τις λέσχες ή για την κοινοτική οργάνωση, είτε για την προστασία της προσωπικής ελευθερίας ή για το διακανονισμό του προϋπολογισμού, το σύνθημα ξαναγύριζε πάντα, το θέμα έμενε πάντα το ίδιο, η απόφαση πάντα έτοιμη και πάντα η ίδια: «Σοσιαλισμός»! Χαρακτήριζαν σοσιαλιστικό κι αυτόν ακόμα τον αστικό φιλελευθερισμό, σοσιαλιστικό και τον αστικό διαφωτισμό, σοσιαλιστική και την αστική δημοσιονομική μεταρρύθμιση. Ήταν σοσιαλισμός να φτιαχτεί ένας σιδηρόδρομος εκεί που υπήρχε κιόλας μια διώρυγα και ήταν σοσιαλισμός να υπερασπίζεις τον εαυτό σου με μπαστούνι, όταν σου κάνανε επίθεση με σπαθί.


Και δεν ήταν αυτό απλός τρόπος του λέγειν, μόδα ή κομματική τακτική. Η αστική τάξη καταλάβαινε σωστά ότι όλα τα όπλα που είχε σφυρηλατήσει ενάντια στη φεουδαρχία στρέφανε τις αιχμές τους ενάντια στην ίδια, ότι όλα τα μέσα εκπαίδευσης που είχε δημιουργήσει επαναστατούσαν ενάντια στον ίδιο της τον πολιτισμό, ότι όλοι οι Θεοί που είχε πλάσει την είχαν εγκαταλείψει. Καταλάβαινε ότι όλες οι λεγόμενες αστικές ελευθερίες και οι προοδευτικοί θεσμοί χτυπούσαν και απειλούσαν την ταξική κυριαρχία της, ταυτόχρονα και στην κοινωνική της βάση και στην πολιτική της κορυφή, και συνεπώς είχανε γίνει «σοσιαλιστικοί». Σ’ αυτή την απειλή και σ’ αυτή την επίθεση έβλεπε με το δίκιο της το μυστικό του σοσιαλισμού, που το νόημα και την τάση του την κρίνει πιο σωστά απ’ ότι την κρίνει για τον εαυτό του ο λεγόμενος σοσιαλισμός, που γι’ αυτό δεν μπορεί να καταλάβει γιατί η αστική τάξη μένει επίμονα κλειστή απέναντί του, είτε αυτός αναστενάζει αισθηματικά για τα βάσανα της ανθρωπότητας, είτε προαναγγέλλει χριστιανικά το χιλιόχρονο βασίλειο και τη γενική αδελφοσύνη, είτε παραμιλάει ανθρωπιστικά για πνεύμα, μόρφωση και ελευθερία, είτε εφευρίσκει δογματικά ένα σύστημα συνδιαλλαγής και ευημερίας όλων των τάξεων. Εκείνο όμως που δεν κατάλαβε η αστική τάξη ήταν η λογική συνέπεια: ότι και το δικό της κοινοβουλευτικό σύστημα, ότι και η δική της πολιτική κυριαρχία γενικά θα μπαίνανε στη γενική καταδίκη σαν σοσιαλιστικά. Όσο η κυριαρχία της αστικής τάξης δεν είχε οργανωθεί ακόμα ολοκληρωτικά, όσο δεν είχε αποκτήσει ακόμα την καθαρή της πολιτική έκφραση, δε μπορούσε να προβάλλει καθαρά και η αντίθεση των άλλων τάξεων και, εκεί όπου πρόβαλλε δε μπορούσε να πάρει την επικίνδυνη εκείνη τροπή που μετατρέπει κάθε πάλη ενάντια στην κρατική εξουσία σε πάλη ενάντια στο κεφάλαιο. Αν σε κάθε εκδήλωση της ζωής της κοινωνίας η αστική τάξη έβλεπε να κινδυνεύει η «ησυχία» πως μπορούσε να θέλει να διατηρήσει επικεφαλής της κοινωνίας το καθεστώς της αναταραχής, το δικό της καθεστώς, το κοινοβουλευτικό καθεστώς, το καθεστώς που κατά την έκφραση ενός από τους ρήτορές της, ζει μέσα στην πάλη και με την πάλη; Το κοινοβουλευτικό καθεστώς ζει με τη συζήτηση. Πώς λοιπόν θα απαγορέψει τη συζήτηση; Κάθε συμφέρον, κάθε κοινωνικός θεσμός μετατρέπονται εδώ σε γενικές σκέψεις και συζητούνται σαν σκέψεις. Πώς μπορεί λοιπόν ένα συμφέρον, ένας θεσμός να υψωθεί πάνω από τη σκέψη και να επιβληθεί σαν άρθρο πίστης; Η πάλη των ρητόρων στο βήμα προκαλεί την πάλη των γραφιάδων του Τύπου. Η λέσχη συζητήσεων στο κοινοβούλιο συμπληρώνεται αναγκαστικά από τις λέσχες συζητήσεων στα σαλόνια και στις ταβέρνες. Οι αντιπρόσωποι που επικαλούνται διαρκώς την κοινή γνώμη αναγνωρίζουν στην κοινή γνώμη το δικαίωμα να εκφράζει την πραγματική της γνώμη με αναφορές. Το κοινοβουλευτικό καθεστώς αναθέτει το παν στην απόφαση των πλειοψηφιών. Πώς λοιπόν οι μεγάλες εξωκοινοβουλευτικές πλειοψηφίες να μη θέλουνε ν’ αποφασίζουνε κι αυτές; Όταν στην κορυφή του κράτους παίζετε βιολί, τι άλλο περιμένετε από το να χορεύουν εκείνοι που βρίσκονται από κάτω;


Έτσι λοιπόν η αστική τάξη καταδικάζοντας σαν «σοσιαλιστικό» εκείνο που προηγούμενα είχε τιμήσει σαν «φιλελεύθερο», ομολογεί ότι το δικό της συμφέρον την προστάζει να απαλλαχθεί από τον κίνδυνο της αυτοκυβέρνησης, ότι για να αποκαταστήσει την ησυχία στη χώρα, πρέπει πριν απ’ όλα να κάνει να βουβαθεί το αστικό της κοινοβούλιο, ότι για να διατηρήσει ανέπαφη την κοινωνική της δύναμη, πρέπει να τσακίσει την πολιτική της δύναμη, ότι οι ιδιώτες αστοί μπορούν να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τις άλλες τάξεις και να απολαμβάνουν ανενόχλητα την ιδιοκτησία, την οικογένεια, τη θρησκεία και την τάξη, μόνο με τον όρο ότι η τάξη τους θα καταδικαστεί στην ίδια πολιτική εκμηδένιση με τις άλλες τάξεις. Ότι για να σώσει το πουγκί της πρέπει να αρνηθεί το στέμμα της, και ότι το ξίφος που πρέπει να την υπερασπίζει, θα πρέπει ταυτόχρονα να κρέμεται σαν δαμόκλεια σπάθη πάνω από το κεφάλι της.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΛΥΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ

Η ΛΑΧΤΑΡΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

ΦΑΣΙΣΜΟΣ: ΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ