Η 18η ΜΠΡΥΜΑΙΡ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ (8)
8ον ΜΕΡΟΣ
(Συνέχεια από το προηγούμενο)
V
Μόλις ξεπεράστηκε η επαναστατική κρίση και καταργήθηκε το γενικό εκλογικό δικαίωμα, ξέσπασε αμέσως ξανά ο αγώνας ανάμεσα στην εθνοσυνέλευση και στο Βοναπάρτη.
Το Σύνταγμα είχε καθορίσει τις αποδοχές του Βοναπάρτη σε 600.000 φράγκα. Μόλις έξι μήνες ύστερα από την εγκατάστασή του πέτυχε να διπλασιαστεί αυτό το ποσό. Δηλ. ο Οντιλόν Μπαρρό απόσπασε από τη συντακτική εθνοσυνέλευση ένα χρονιάτικο συμπλήρωμα από 600.000 φράγκα για δήθεν έξοδα παραστάσεως. Ύστερα από τις 13 του Ιούνη ο Βοναπάρτης είχε αφήσει να υπονοηθούν παρόμοιες απαιτήσεις χωρίς όμως να εισακουστούν αυτή τη φορά από το Μπαρρό. Τώρα, ύστερα από τις 31 του Μάη, χρησιμοποίησε αμέσως την ευνοϊκή στιγμή και έβαλε τους υπουργούς του να προτείνουν στην εθνοσυνέλευση μια επιχορήγηση από τρία εκατομμύρια. Μια μακρόχρονη τυχοδιωκτική αλήτικη ζωή, τον είχε προικίσει με τις πιο αναπτυγμένες κεραίες που του έδιναν τη δυνατότητα να νιώθει τις στιγμές αδυναμίας που θα μπορούσε να αποσπάσει χρήματα από τους αστούς του. Έκανε έναν κανονικό εκβιασμό. Η εθνοσυνέλευση είχε βεβηλώσει την κυριαρχία του λαού με τη βοηθειά του και εν γνώσει του. Ο Βοναπάρτης απειλούσε πως θα κατάγγελνε το έγκλημά της στο δικαστήριο του λαού, σε περίπτωση που θ’ αρνιόταν να λύσει το πουγκί της και να εξαγοράσει τη σιωπή του με τρία εκατομμύρια φράγκα το χρόνο. Η εθνοσυνέλευση είχε στερήσει από τρία εκατομμύρια γάλλους το εκλογικό δικαίωμα. Ο Βοναπάρτης απαιτούσε για κάθε γάλλο που τέθηκε εκτός κυκλοφορίας, ένα φράγκο, που να είχε πέραση στην κυκλοφορία, δηλαδή ακριβώς τρία εκατομμύρια φράγκα. Αυτός ο εκλεκτός έξι εκατομμυρίων ανθρώπων, απαιτούσε αποζημίωση για τις ψήφους που του είχανε κλέψει εκ των υστέρων.
Η επιτροπή της εθνοσυνέλευσης απόκρουσε τον οχληρό απαιτητή. Ο βοναπαρτικός Τύπος απειλούσε. Μπορούμε όμως η εθνοσυνέλευση να τα χαλάσει με τον πρόεδρο της δημοκρατίας, τη στιγμή που η ίδια τα είχε κατ’ αρχήν και οριστικά χαλάσει με τη μάζα του έθνους; Απόρριψε, βέβαια, την ετήσια επιχορήγηση, αλλά συγκατατέθηκε για μια έκτακτη πρόσθετη επιχορήγηση από 2.160.000 φράγκα. Έτσι έγινε ένοχη διπλής αδυναμίας, εγκρίνοντας δηλ. τα χρήματα και σύγχρονα φανερώνοντας με την αγανάκτησή της ότι έδωσε την έγκριση άθελά της. Αργότερα θα δούμε για ποιους σκοπούς χρειαζόταν ο Βοναπάρτης τα χρήματα. Ύστερα απ’ αυτόν το δυσάρεστο επίλογο, που ακολούθησε κατά πόδας την κατάργηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος και όπου ο Βοναπάρτης αντάλλαξε την ταπεινή του στάση στο διάστημα της κρίσης του Μάρτη και Απρίλη με έναν προκλητικό κυνισμό απέναντι στο κοινοβούλιο των σφετεριστών, η εθνοσυνέλευση ανέβαλε τις εργασίες της για τρεις μήνες, από τις 11 του Αυγούστου έως τις 11 του Νοέμβρη. Άφησε στη θέση της μια μόνιμη επιτροπή από 28 μέλη, που ενώ δεν είχε κανέναν βοναπαρτιστικό, είχε μερικούς μετριοπαθείς δημοκρατικούς. Η μόνιμη επιτροπή του 1849 αριθμούσε μόνο ανθρώπους του κόμματος της τάξεως και βοναπαρτικούς. Τότε όμως το κόμμα της τάξεως είχε κηρυχτεί σε κατάσταση μόνιμης αντίθεσης προς την επανάσταση. Τώρα η κοινοβουλευτική δημοκρατία κηρυσσόταν σε κατάσταση μόνιμης αντίθεσης προς τον πρόεδρο. Ύστερα από το νόμο της 31 του Μάη, αυτός ήταν ο μόνος αντίπαλος που αντιμετώπιζε το κόμμα της τάξεως.
Όταν η εθνοσυνέλευση συνήλθε και πάλι το Νοέμβρη του 1850, φάνηκε πως, αντί τις έως τότε ασήμαντες αψιμαχίες της με τον πρόεδρο, είχε γίνει αναπόφευγος ένας μεγάλος και αδυσώπητος αγώνας, ένας αγώνας ζωής και θανάτου ανάμεσα στις δυο εξουσίες.
Όπως στα 1849, έτσι και στη διάρκεια αυτών των κοινοβουλευτικών διακοπών, το κόμμα της τάξεως είχε χωριστεί στις διάφορες ομάδες του, που η καθεμιά τους ήταν απασχολημένη με τις δικές της παλινορθωτικές μηχανορραφίες, που με το θάνατο του Λουδοβίκου Φιλίππου φούντωσαν ξανά. Ο βασιλιάς των νομιμοφρόνων, ο Ερρίκος Ε’ είχε μάλιστα διορίσει μια πραγματική κυβέρνηση, που έδρευε στο Παρίσι, και στην οποία μετείχαν και μέλη της μόνιμης επιτροπής. Ο Βοναπάρτης λοιπόν είχε δικαίωμα να κάνει κι αυτός με τη σειρά του περιοδείες στους γαλλικούς νομούς και, ανάλογα με τη νοοτροπία της πόλης που τιμούσε με την παρουσία του, να φλυαρεί άλλοτε σκεπασμένα και άλλοτε φανερά για τα δικά του παλινορθωτικά σχέδια και να ψηφοθηρεί για τον εαυτό του. Στα ταξίδια αυτά, που η μεγάλη επίσημη «Μονιτέρ» και οι μικρές ιδιωτικές «Μονιτέρ» του Βοναπάρτη έπρεπε φυσικά να τα εκθειάζουν σαν θριαμβευτικές περιοδείες, τον συνόδευαν πάντα μέλη της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη. Η εταιρία αυτή χρονολογείται από το 1849. Με το πρόσχημα της ίδρυσης μιας φιλανθρωπικής εταιρίας, το κουρελοπρολεταριάτο του Παρισιού είχε οργανωθεί σε μυστικά τμήματα, που το κάθε ένα διευθυνόταν από βοναπαρτιστικούς πράκτορες, με επικεφαλής όλης της εταιρίας ένα βοναπαρτικό στρατηγό. Πλάι σε ξεπεσμένους γλεντζέδες με αμφίβολα μέσα συντήρησης και με αμφίβολη την καταγωγή τους, πλάι σε διεφθαρμένα και τυχοδιωκτικά απορρίμματα της αστικής τάξης έβρισκες σ’ αυτήν αλήτες, απολυμένους φαντάρους, πρώην κατάδικους, βαρυποινίτες που είχαν δραπετεύσει από τα κάτεργα, απατεώνες, τσαρλατάνους, λατζαρόνους, κλεφτοπορτοφολάδες, ταχυδακτυλουργούς, χαρτοπαίχτες, προαγωγούς, μπορδελλιάρηδες, χαμάληδες, γραφιάδες, λατερνατζήδες, ρακοσυλλέκτες, πλανόδιους τροχιστές και γανωτήδες, ζητιάνους, με μια λέξη όλη εκείνη την ακαθόριστη, την ξεχαρβαλωμένη μάζα, που ρίχνεται μια εδώ – μια εκεί και που οι γάλλοι τη λένε: μποέμ. Μ’ αυτά τα συγγενικά του στοιχεία σχημάτισε ο Βοναπάρτης το υλικό της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη. Μια «εταιρία αγαθοεργίας», με την έννοια ότι όλα τα μέλη της, όπως και ο Βοναπάρτης, νιώθανε την ανάγκη να βοηθήσουν τον εαυτό τους με έξοδα του εργαζόμενου έθνους. Αυτός ο Βοναπάρτης που ανακηρύχθηκε αρχηγός του κουρελοπρολεταριάτου, που εδώ μονάχα ξαναβρίσκει σε μαζική μορφή τα συμφέροντα που ο ίδιος ατομικά επιδιώκει, που σ’ αυτό το απόβρασμα, το κατακάθι, το ξάφρισμα όλων των τάξεων της κοινωνίας ξεχωρίζει τη μόνη τάξη που πάνω της μπορεί να στηριχτεί απόλυτα, αυτός είναι ο αληθινός Βοναπάρτης, ο Βοναπάρτης χωρίς περιστροφές. Παλιός παμπόνηρος γλεντζές, που αντιλαμβάνεται την ιστορική ζωή των λαών και τις κεφαλαιώδεις και κρατικές πράξεις τους σα μια κωμωδία με την πιο χυδαία έννοια της λέξης, σα μια μασκαράτα, όπου τα μεγάλα κοστούμια, τα μεγάλα λόγια και οι μεγάλες πόζες χρησιμεύουν μονάχα σαν προσωπίδα στις πιο ταπεινές παλιανθρωπιές. Έτσι έγινε στην πορεία του προς το Στρασβούργο (σ. σ. Η πρώτη αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του Βοναπάρτη έγινε το 1836 στο Στρασβούργο. Η εισβολή στη Βουλώνη το 1840 ήταν η δεύτερη αποτυχημένη προσπάθεια του Λουδοβίκου Βοναπάρτη να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας) όπου ένας γυμνασμένος ελβετικός γύπας παράστησε το ναπολεόντειο αετό. Για την εισβολή του στη Βουλώνη, τυλίγει σε γαλλικές στολές μερικούς λακέδες του Λονδίνου που παρασταίνουν το στρατό. Στην εταιρία του της 10 του Δεκέμβρη μαζεύει 10.000 κουρελήδες που ο ρόλος τους είναι να παρασταίνουν το λαό, όπως ο Κλάους Τσέτελ (σ. σ. Μορφή από το δράμα του Σαίξπηρ: «Όνειρο θερινής νύχτας παρασταίνει το λιοντάρι. Σε μια στιγμή που η ίδια η αστική τάξη έπαιζε με την πιο μεγάλη σοβαρότητα την πιο τέλεια κωμωδία, δίχως να παραβιάζει καμιά από τις πιο σχολαστικές απαιτήσεις της γαλλικής δραματικής εθιμοτυπίας, τη στιγμή που και η ίδια ήτανε μισογελασμένη, μισοπεισμένη από την επισημότητα των δικών της κυβερνητικών πράξεων, έπρεπε να κερδίσει ο τυχοδιώκτης που έπαιρνε απλούστατα την κωμωδία σαν κωμωδία. Και μονάχα όταν απαλλαγεί από τον επίσημο αντίπαλό του, μονάχα όταν πάρει ο ίδιος στα σοβαρά τον αυτοκρατορικό του ρόλο και, φορώντας τη ναπολεόντεια μάσκα, φανταστεί πως παίζει το ρόλο του πραγματικού Ναπολέοντα, τότε γίνεται ο ίδιος θύμα της δικής του κοσμοθεωρίας, γίνεται ο σοβαρός φασουλής που δεν παίρνει πια την παγκόσμια ιστορία για κωμωδία, αλλά τη δική του κωμωδία για παγκόσμια ιστορία. Ότι ήταν τα εθνικά εργαστήρια για τους σοσιαλιστές εργάτες, ότι ήταν για τους αστούς δημοκράτες η κινητή φρουρά, ήταν για το Βοναπάρτη η εταιρία της 10 του Δεκέμβρη, που αποτελούσε την ιδιόμορφη κομματική μαχητική δύναμή του. Στα ταξίδια του, τα τμήματα αυτής της εταιρίας, φορτωμένα σε σιδηροδρομικά βαγόνια, είχαν προορισμό να αυτοσχεδιάζουν γι’ αυτόν ένα κοινό, να παρασταίνουν το λαϊκό ενθουσιασμό, να ουρλιάζουν: «Ζήτω ο αυτοκράτορας», να βρίζουν και να ξυλοφορτώνουν τους δημοκράτες φυσικά κάτω από την προστασία της αστυνομίας. Στις επιστροφές του στο Παρίσι, είχαν την αποστολή να σχηματίζουν την εμπροσθοφυλακή, να προλαβαίνουν ή να διαλύουν τις αντιδιαδηλώσεις. Η εταιρία της 10 του Δεκέμβρη του ανήκε, ήταν το έργο του, η πιο δική του σκέψη. Ότι άλλο ιδιοποιείται, του το δίνει η δύναμη των περιστάσεων, ότι άλλο κάνει, το κάνουν γι’ αυτόν οι περιστάσεις, ή αρκείται να αντιγράφει τις πράξεις των άλλων. Όταν όμως ο Βοναπάρτης μιλάει δημόσια μπροστά στους πολίτες με την επίσημη φρασεολογία για τάξη, για θρησκεία, για οικογένεια, για ιδιοκτησία, έχοντας πίσω του τη μυστική εταιρία των Σούφτερλε και Σπίγκελμπεργκ, (σ. σ. Πρόσωπα απατεώνων και κλεφταράδων στο δράμα του Σίλερ: «Οι ληστές) την εταιρία της αταξίας, της πορνείας και της κλεψιάς, εδώ πια είναι ο ίδιος ο Βοναπάρτης σαν πρωτότυπος αυτουργός και η ιστορία της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη είναι η δική του ιστορία. Καμιά φορά τύχαινε βουλευτές του κόμματος της τάξεως να δοκιμάσουν τις μαγκούρες των δεκεμβριστών. Κάτι περισσότερο. Ο αστυνομικός Υόν, που είχε αποσπαστεί στην εθνοσυνέλευση και που ήταν επιφορτισμένος να περιφρουρεί την ασφάλειά της, κατήγγειλε στη μόνιμη επιτροπή, ότι σύμφωνα με τις καταθέσεις κάποιου Αλαί, ένα τμήμα δεκεμβριστών είχε αποφασίσει τη δολοφονία του στρατηγού Σανκαρνιέ και του Ντυπέν, προέδρου της εθνοσυνέλευσης και ότι είχαν κιόλας οριστεί τα άτομα για την εκτέλεσή τους. Μπορεί κανείς να φανταστεί την τρομάρα του κ. Ντυπέν. Φαινόταν ότι ήταν πια αναπόφευγη μια κοινοβουλευτική έρευνα για την εταιρία της 10 του Δεκέμβρη, δηλ. μια βεβήλωση του βοναπαρτικού απόκρυφου κόσμου. Ακριβώς όμως πριν από τη Σύνοδο της Εθνοσυνέλευσης ο Βοναπάρτης, διέλυσε προνοητικά την εταιρία του, φυσικά μονάχα στα χαρτιά, γιατί ακόμα και στα τέλη του 1851 ο αστυνομικός διευθυντής Καρλιέ, σ’ ένα διεξοδικό υπόμνημά του, προσπαθούσε μάταια να τον παρακινήσει να διαλύσει πραγματικά τους δεκεμβριστές.
Η εταιρία της 10 του Δεκέμβρη θα έμενε ο ιδιωτικός στρατός του Βοναπάρτη έως τη μέρα που θα κατόρθωνε να μετατρέψει τον τακτικό στρατό σε μια εταιρία της 10 του Δεκέμβρη. Ο Βοναπάρτης έκανε γι’ αυτό την πρώτη απόπειρα, λίγο καιρό ύστερα από την αναβολή των εργασιών της εθνοσυνέλευσης και μάλιστα με τα χρήματα που μόλις της είχε αποσπάσει. Σαν μοιρολάτρης που ήταν, ζούσε με την πεποίθηση ότι υπάρχουν ορισμένες ανώτερες δυνάμεις στις οποίες ο άνθρωπος και προπαντός ο στρατιώτης δε μπορεί να αντισταθεί. Σ’ αυτές τις δυνάμεις έβαζε στην πρώτη γραμμή τα πούρα και τη σαμπάνια, τα κρύα πουλερικά και τα λουκάνικα με σκόρδο. Γι’ αυτό άρχισε πρώτα να κερνά στα σαλόνια των Ηλυσίων τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς με πούρα και σαμπάνια, με κρύα πουλερικά και λουκάνικα με σκόρδο. Στις 3 του Οκτώβρη επαναλαβαίνει αυτή τη μανούβρα με τα στρατεύματα στην επιθεώρηση του Σαιν – Μωρ και στις 10 του Οκτώβρη την ίδια μανούβρα σε μεγαλύτερη ακόμα κλίμακα στη στρατιωτική παρέλαση του Σατορύ. Ο θείος θυμόταν τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία, ο ανεψιός τις θριαμβευτικές πορείες του Βάκχου στην ίδια χώρα. Μα ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν φυσικά ημίθεος, ενώ ο Βάκχος ήταν Θεός και μάλιστα ο προστάτης Θεός της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη.
Ύστερα από την επιθεώρηση της 3 του Οκτώβρη, η μόνιμη επιτροπή κάλεσε σε απολογία τον υπουργό των στρατιωτικών ντ’ Ωπούλ. Ο ντ’ Ωπούλ υποσχέθηκε ότι δε θα επαναληφθούν αυτά τα πειθαρχικά παραπτώματα. Ξέρουμε, πώς κράτησε ο Βοναπάρτης στις 10 του Οκτώβρη την υπόσχεση που έδωσε ο ντ’ Ωπούλ. Και στις δύο επιθεωρήσεις είχε το πρόσταγμα ο Σανγκαρνιέ, σαν ανώτατος διοικητής του στρατού του Παρισιού. Ο Σανγκαρνιέ, που ήταν ταυτόχρονα μέλος της μόνιμης επιτροπής, ο αρχηγός της εθνοφυλακής, ο «σωτήρας» της 29 του Γενάρη και της 13 του Ιούνη, ο «προμαχώνας της κοινωνίας», ο υποψήφιος του κόμματος της τάξεως για το προεδρικό αξίωμα, ο πιθανός Μονκ δυο μοναρχιών, δεν είχε ποτέ ως τότε αναγνωρίσει τον εαυτό του σαν υφιστάμενο του υπουργού των στρατιωτικών, χλεύαζε πάντα ανοιχτά το δημοκρατικό σύνταγμα και είχε παραφορτωθεί του Βοναπάρτη με μια διφορούμενη διακριτική προστασία. Τώρα υπεράσπιζε με ζήλο την πειθαρχία ενάντια στον υπουργό των στρατιωτικών και το Σύνταγμα ενάντια στο Βοναπάρτη. Και ενώ στις 10 του Οκτώβρη ένα μέρος του ιππικού φώναζε: «Ζήτω ο Ναπολέων! Ζήτω τα λουκάνικα!», ο Σανγκαρνιέ φρόντισε τουλάχιστο το πεζικό που παρήλαυνε κάτω από τις διαταγές του φίλου του Νεμεγιέρ, να κρατήσει μια παγερή σιωπή. Για τιμωρία, ο υπουργός των στρατιωτικών, κατά παραγγελία του Βοναπάρτη, απάλλαξε το στρατηγό Νεμεγιέρ από τα καθήκοντά του στο Παρίσι, με το πρόσχημα ότι τον διορίζει διοικητή της 14ης και της 15ης μεραρχίας του στρατού. Ο Νεμεγιέρ δε δέχτηκε αυτή τη μετάθεση και έτσι αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο Σανγκαρνιέ, από την πλευρά του δημοσίευσε στις 2 του Νοέμβρη μια ημερήσια διαταγή που απαγόρευε στα ένοπλα στρατεύματα κάθε είδος πολιτικές εκδηλώσεις και διαδηλώσεις. Τα Φύλλα των Ηλυσίων (σ. σ. Οι Βοναπαρτικές εφημερίδες) άρχισαν την επίθεση ενάντια στο Σανγκαρνιέ, τα Φύλλα του κόμματος της τάξεως ενάντια στο Βοναπάρτη, η μόνιμη επιτροπή επαναλάβαινε τις μυστικές συνεδριάσεις της, όπου έγινε επανειλημμένα η πρόταση να κηρυχθεί η πατρίδα σε κίνδυνο. Ο στρατός φαινόταν χωρισμένος σε δυο εχθρικά στρατόπεδα με δυο εχθρικά επιτελεία που το ένα έδρευε στα Ηλύσια όπου έμενε ο Βοναπάρτης και το άλλο στον Κεραμεικό όπου έμενε ο Σανγκαρνιέ. Για μια στιγμή φάνηκε πως, για να δοθεί το σύνθημα της μάχης, χρειαζόταν μονάχα η σύγκληση της εθνοσυνέλευσης. Το γαλλικό κοινό έκρινε αυτές τις προστριβές ανάμεσα στο Βοναπάρτη και το Σανγκαρνιέ όπως ο άγγλος εκείνος δημοσιογράφος που τις χαρακτήρισε με τα ακόλουθα λόγια: «Οι πολιτικές υπηρέτριες της Γαλλίας σαρώνουν με παλιόσκουπες την καφτερή λάβα της επανάστασης και καυγαδίζουν την ώρα που κάνουν αυτή τη δουλειά».
Στο μεταξύ ο Βοναπάρτης βιάστηκε ν’ απαλλάξει από τα καθήκοντά του τον υπουργό των στρατιωτικών ντ’ Ωπούλ, να τον ξαποστείλει επειγόντως στο Αλγέρι και να διορίσει στη θέση του, σαν υπουργό των στρατιωτικών, το στρατηγό Σραμ. Στις 12 του Νοέμβρη έστειλε στην εθνοσυνέλευση ένα μήνυμα με αμερικάνικη πολυλογία, παραφορτωμένο με λεπτομέρειες, που μοσκοβολούσε τάξη, γεμάτο πόθο για συμφιλίωση, που έδειχνε υποταγή στο σύνταγμα, που τα πραγματευότανε όλα και το καθετί εκτός από τα φλέγοντα ζητήματα της στιγμής. Παροδικά τάχα άφηνε να του ξεφύγουν τα λόγια ότι σύμφωνα με τις ρητές διατάξεις του συντάγματος, μονάχα ο πρόεδρος διαθέτει το στρατό. Το μήνυμα τελείωνε με τα ακόλουθα πολυσήμαντα λόγια:
«Η Γαλλία χρειάζεται πριν απ’ όλα ησυχία… Δεσμευμένος από τον όρκο μου και μόνο, θα παραμείνω μέσα στα στενά όρια που μου χάραξε… Όσο για μένα, που έχω εκλεγεί από το λαό και που μονάχα σ’ αυτόν χρωστάω την εξουσία μου, θα υποτάσσομαι πάντα στη νόμιμα εκφρασμένη θέλησή του. Αν αποφασίσετε σ’ αυτή τη σύνοδο την αναθεώρηση του Συντάγματος, τότε μια συντακτική συνέλευση θα κανονίσει τη θέση της εκτελεστικής εξουσίας. Αν όχι, τότε ο λαός θα διακηρύξει πανηγυρικά τη θέλησή του το 1852. Μα όποιες και αν είναι οι λύσεις του μέλλοντος, ας συμφωνήσουμε σ’ ένα: να μην αφήσουμε ποτέ το πάθος, τον αιφνιδιασμό ή τη βία να κρίνουν την τύχη ενός μεγάλου έθνους… Μα ότι απασχολεί πριν απ’ όλα τη σκέψη μου δεν είναι ποιος θα κυβερνήσει τη Γαλλία το 1852, μα πώς θα χρησιμοποιήσω τον καιρό που διαθέτω ακόμα έτσι που η ενδιάμεση περίοδος να περάσει δίχως αναστάτωση ή ταραχή! Σας άνοιξα την καρδιά μου με ειλικρίνεια. Θα απαντήσετε στην ειλικρίνειά μου με την εμπιστοσύνη σας, στην καλή μου προσπάθεια με τη συνεργασία σας και ο Θεός θα κάνει τα υπόλοιπα».
Η καθώς πρέπει, υποκριτικά μετριοπαθής, ενάρετα κοινοτυπική γλώσσα της αστικής τάξης, αποκαλύπτει την πιο βαθιά της σημασία με το στόμα του ανώτατου άρχοντα της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη και του ήρωα των φαγοποτιών του Σαιν – Μωρ και του Σατορύ.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
(Συνέχεια από το προηγούμενο)
V
Μόλις ξεπεράστηκε η επαναστατική κρίση και καταργήθηκε το γενικό εκλογικό δικαίωμα, ξέσπασε αμέσως ξανά ο αγώνας ανάμεσα στην εθνοσυνέλευση και στο Βοναπάρτη.
Το Σύνταγμα είχε καθορίσει τις αποδοχές του Βοναπάρτη σε 600.000 φράγκα. Μόλις έξι μήνες ύστερα από την εγκατάστασή του πέτυχε να διπλασιαστεί αυτό το ποσό. Δηλ. ο Οντιλόν Μπαρρό απόσπασε από τη συντακτική εθνοσυνέλευση ένα χρονιάτικο συμπλήρωμα από 600.000 φράγκα για δήθεν έξοδα παραστάσεως. Ύστερα από τις 13 του Ιούνη ο Βοναπάρτης είχε αφήσει να υπονοηθούν παρόμοιες απαιτήσεις χωρίς όμως να εισακουστούν αυτή τη φορά από το Μπαρρό. Τώρα, ύστερα από τις 31 του Μάη, χρησιμοποίησε αμέσως την ευνοϊκή στιγμή και έβαλε τους υπουργούς του να προτείνουν στην εθνοσυνέλευση μια επιχορήγηση από τρία εκατομμύρια. Μια μακρόχρονη τυχοδιωκτική αλήτικη ζωή, τον είχε προικίσει με τις πιο αναπτυγμένες κεραίες που του έδιναν τη δυνατότητα να νιώθει τις στιγμές αδυναμίας που θα μπορούσε να αποσπάσει χρήματα από τους αστούς του. Έκανε έναν κανονικό εκβιασμό. Η εθνοσυνέλευση είχε βεβηλώσει την κυριαρχία του λαού με τη βοηθειά του και εν γνώσει του. Ο Βοναπάρτης απειλούσε πως θα κατάγγελνε το έγκλημά της στο δικαστήριο του λαού, σε περίπτωση που θ’ αρνιόταν να λύσει το πουγκί της και να εξαγοράσει τη σιωπή του με τρία εκατομμύρια φράγκα το χρόνο. Η εθνοσυνέλευση είχε στερήσει από τρία εκατομμύρια γάλλους το εκλογικό δικαίωμα. Ο Βοναπάρτης απαιτούσε για κάθε γάλλο που τέθηκε εκτός κυκλοφορίας, ένα φράγκο, που να είχε πέραση στην κυκλοφορία, δηλαδή ακριβώς τρία εκατομμύρια φράγκα. Αυτός ο εκλεκτός έξι εκατομμυρίων ανθρώπων, απαιτούσε αποζημίωση για τις ψήφους που του είχανε κλέψει εκ των υστέρων.
Η επιτροπή της εθνοσυνέλευσης απόκρουσε τον οχληρό απαιτητή. Ο βοναπαρτικός Τύπος απειλούσε. Μπορούμε όμως η εθνοσυνέλευση να τα χαλάσει με τον πρόεδρο της δημοκρατίας, τη στιγμή που η ίδια τα είχε κατ’ αρχήν και οριστικά χαλάσει με τη μάζα του έθνους; Απόρριψε, βέβαια, την ετήσια επιχορήγηση, αλλά συγκατατέθηκε για μια έκτακτη πρόσθετη επιχορήγηση από 2.160.000 φράγκα. Έτσι έγινε ένοχη διπλής αδυναμίας, εγκρίνοντας δηλ. τα χρήματα και σύγχρονα φανερώνοντας με την αγανάκτησή της ότι έδωσε την έγκριση άθελά της. Αργότερα θα δούμε για ποιους σκοπούς χρειαζόταν ο Βοναπάρτης τα χρήματα. Ύστερα απ’ αυτόν το δυσάρεστο επίλογο, που ακολούθησε κατά πόδας την κατάργηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος και όπου ο Βοναπάρτης αντάλλαξε την ταπεινή του στάση στο διάστημα της κρίσης του Μάρτη και Απρίλη με έναν προκλητικό κυνισμό απέναντι στο κοινοβούλιο των σφετεριστών, η εθνοσυνέλευση ανέβαλε τις εργασίες της για τρεις μήνες, από τις 11 του Αυγούστου έως τις 11 του Νοέμβρη. Άφησε στη θέση της μια μόνιμη επιτροπή από 28 μέλη, που ενώ δεν είχε κανέναν βοναπαρτιστικό, είχε μερικούς μετριοπαθείς δημοκρατικούς. Η μόνιμη επιτροπή του 1849 αριθμούσε μόνο ανθρώπους του κόμματος της τάξεως και βοναπαρτικούς. Τότε όμως το κόμμα της τάξεως είχε κηρυχτεί σε κατάσταση μόνιμης αντίθεσης προς την επανάσταση. Τώρα η κοινοβουλευτική δημοκρατία κηρυσσόταν σε κατάσταση μόνιμης αντίθεσης προς τον πρόεδρο. Ύστερα από το νόμο της 31 του Μάη, αυτός ήταν ο μόνος αντίπαλος που αντιμετώπιζε το κόμμα της τάξεως.
Όταν η εθνοσυνέλευση συνήλθε και πάλι το Νοέμβρη του 1850, φάνηκε πως, αντί τις έως τότε ασήμαντες αψιμαχίες της με τον πρόεδρο, είχε γίνει αναπόφευγος ένας μεγάλος και αδυσώπητος αγώνας, ένας αγώνας ζωής και θανάτου ανάμεσα στις δυο εξουσίες.
Όπως στα 1849, έτσι και στη διάρκεια αυτών των κοινοβουλευτικών διακοπών, το κόμμα της τάξεως είχε χωριστεί στις διάφορες ομάδες του, που η καθεμιά τους ήταν απασχολημένη με τις δικές της παλινορθωτικές μηχανορραφίες, που με το θάνατο του Λουδοβίκου Φιλίππου φούντωσαν ξανά. Ο βασιλιάς των νομιμοφρόνων, ο Ερρίκος Ε’ είχε μάλιστα διορίσει μια πραγματική κυβέρνηση, που έδρευε στο Παρίσι, και στην οποία μετείχαν και μέλη της μόνιμης επιτροπής. Ο Βοναπάρτης λοιπόν είχε δικαίωμα να κάνει κι αυτός με τη σειρά του περιοδείες στους γαλλικούς νομούς και, ανάλογα με τη νοοτροπία της πόλης που τιμούσε με την παρουσία του, να φλυαρεί άλλοτε σκεπασμένα και άλλοτε φανερά για τα δικά του παλινορθωτικά σχέδια και να ψηφοθηρεί για τον εαυτό του. Στα ταξίδια αυτά, που η μεγάλη επίσημη «Μονιτέρ» και οι μικρές ιδιωτικές «Μονιτέρ» του Βοναπάρτη έπρεπε φυσικά να τα εκθειάζουν σαν θριαμβευτικές περιοδείες, τον συνόδευαν πάντα μέλη της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη. Η εταιρία αυτή χρονολογείται από το 1849. Με το πρόσχημα της ίδρυσης μιας φιλανθρωπικής εταιρίας, το κουρελοπρολεταριάτο του Παρισιού είχε οργανωθεί σε μυστικά τμήματα, που το κάθε ένα διευθυνόταν από βοναπαρτιστικούς πράκτορες, με επικεφαλής όλης της εταιρίας ένα βοναπαρτικό στρατηγό. Πλάι σε ξεπεσμένους γλεντζέδες με αμφίβολα μέσα συντήρησης και με αμφίβολη την καταγωγή τους, πλάι σε διεφθαρμένα και τυχοδιωκτικά απορρίμματα της αστικής τάξης έβρισκες σ’ αυτήν αλήτες, απολυμένους φαντάρους, πρώην κατάδικους, βαρυποινίτες που είχαν δραπετεύσει από τα κάτεργα, απατεώνες, τσαρλατάνους, λατζαρόνους, κλεφτοπορτοφολάδες, ταχυδακτυλουργούς, χαρτοπαίχτες, προαγωγούς, μπορδελλιάρηδες, χαμάληδες, γραφιάδες, λατερνατζήδες, ρακοσυλλέκτες, πλανόδιους τροχιστές και γανωτήδες, ζητιάνους, με μια λέξη όλη εκείνη την ακαθόριστη, την ξεχαρβαλωμένη μάζα, που ρίχνεται μια εδώ – μια εκεί και που οι γάλλοι τη λένε: μποέμ. Μ’ αυτά τα συγγενικά του στοιχεία σχημάτισε ο Βοναπάρτης το υλικό της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη. Μια «εταιρία αγαθοεργίας», με την έννοια ότι όλα τα μέλη της, όπως και ο Βοναπάρτης, νιώθανε την ανάγκη να βοηθήσουν τον εαυτό τους με έξοδα του εργαζόμενου έθνους. Αυτός ο Βοναπάρτης που ανακηρύχθηκε αρχηγός του κουρελοπρολεταριάτου, που εδώ μονάχα ξαναβρίσκει σε μαζική μορφή τα συμφέροντα που ο ίδιος ατομικά επιδιώκει, που σ’ αυτό το απόβρασμα, το κατακάθι, το ξάφρισμα όλων των τάξεων της κοινωνίας ξεχωρίζει τη μόνη τάξη που πάνω της μπορεί να στηριχτεί απόλυτα, αυτός είναι ο αληθινός Βοναπάρτης, ο Βοναπάρτης χωρίς περιστροφές. Παλιός παμπόνηρος γλεντζές, που αντιλαμβάνεται την ιστορική ζωή των λαών και τις κεφαλαιώδεις και κρατικές πράξεις τους σα μια κωμωδία με την πιο χυδαία έννοια της λέξης, σα μια μασκαράτα, όπου τα μεγάλα κοστούμια, τα μεγάλα λόγια και οι μεγάλες πόζες χρησιμεύουν μονάχα σαν προσωπίδα στις πιο ταπεινές παλιανθρωπιές. Έτσι έγινε στην πορεία του προς το Στρασβούργο (σ. σ. Η πρώτη αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του Βοναπάρτη έγινε το 1836 στο Στρασβούργο. Η εισβολή στη Βουλώνη το 1840 ήταν η δεύτερη αποτυχημένη προσπάθεια του Λουδοβίκου Βοναπάρτη να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας) όπου ένας γυμνασμένος ελβετικός γύπας παράστησε το ναπολεόντειο αετό. Για την εισβολή του στη Βουλώνη, τυλίγει σε γαλλικές στολές μερικούς λακέδες του Λονδίνου που παρασταίνουν το στρατό. Στην εταιρία του της 10 του Δεκέμβρη μαζεύει 10.000 κουρελήδες που ο ρόλος τους είναι να παρασταίνουν το λαό, όπως ο Κλάους Τσέτελ (σ. σ. Μορφή από το δράμα του Σαίξπηρ: «Όνειρο θερινής νύχτας παρασταίνει το λιοντάρι. Σε μια στιγμή που η ίδια η αστική τάξη έπαιζε με την πιο μεγάλη σοβαρότητα την πιο τέλεια κωμωδία, δίχως να παραβιάζει καμιά από τις πιο σχολαστικές απαιτήσεις της γαλλικής δραματικής εθιμοτυπίας, τη στιγμή που και η ίδια ήτανε μισογελασμένη, μισοπεισμένη από την επισημότητα των δικών της κυβερνητικών πράξεων, έπρεπε να κερδίσει ο τυχοδιώκτης που έπαιρνε απλούστατα την κωμωδία σαν κωμωδία. Και μονάχα όταν απαλλαγεί από τον επίσημο αντίπαλό του, μονάχα όταν πάρει ο ίδιος στα σοβαρά τον αυτοκρατορικό του ρόλο και, φορώντας τη ναπολεόντεια μάσκα, φανταστεί πως παίζει το ρόλο του πραγματικού Ναπολέοντα, τότε γίνεται ο ίδιος θύμα της δικής του κοσμοθεωρίας, γίνεται ο σοβαρός φασουλής που δεν παίρνει πια την παγκόσμια ιστορία για κωμωδία, αλλά τη δική του κωμωδία για παγκόσμια ιστορία. Ότι ήταν τα εθνικά εργαστήρια για τους σοσιαλιστές εργάτες, ότι ήταν για τους αστούς δημοκράτες η κινητή φρουρά, ήταν για το Βοναπάρτη η εταιρία της 10 του Δεκέμβρη, που αποτελούσε την ιδιόμορφη κομματική μαχητική δύναμή του. Στα ταξίδια του, τα τμήματα αυτής της εταιρίας, φορτωμένα σε σιδηροδρομικά βαγόνια, είχαν προορισμό να αυτοσχεδιάζουν γι’ αυτόν ένα κοινό, να παρασταίνουν το λαϊκό ενθουσιασμό, να ουρλιάζουν: «Ζήτω ο αυτοκράτορας», να βρίζουν και να ξυλοφορτώνουν τους δημοκράτες φυσικά κάτω από την προστασία της αστυνομίας. Στις επιστροφές του στο Παρίσι, είχαν την αποστολή να σχηματίζουν την εμπροσθοφυλακή, να προλαβαίνουν ή να διαλύουν τις αντιδιαδηλώσεις. Η εταιρία της 10 του Δεκέμβρη του ανήκε, ήταν το έργο του, η πιο δική του σκέψη. Ότι άλλο ιδιοποιείται, του το δίνει η δύναμη των περιστάσεων, ότι άλλο κάνει, το κάνουν γι’ αυτόν οι περιστάσεις, ή αρκείται να αντιγράφει τις πράξεις των άλλων. Όταν όμως ο Βοναπάρτης μιλάει δημόσια μπροστά στους πολίτες με την επίσημη φρασεολογία για τάξη, για θρησκεία, για οικογένεια, για ιδιοκτησία, έχοντας πίσω του τη μυστική εταιρία των Σούφτερλε και Σπίγκελμπεργκ, (σ. σ. Πρόσωπα απατεώνων και κλεφταράδων στο δράμα του Σίλερ: «Οι ληστές) την εταιρία της αταξίας, της πορνείας και της κλεψιάς, εδώ πια είναι ο ίδιος ο Βοναπάρτης σαν πρωτότυπος αυτουργός και η ιστορία της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη είναι η δική του ιστορία. Καμιά φορά τύχαινε βουλευτές του κόμματος της τάξεως να δοκιμάσουν τις μαγκούρες των δεκεμβριστών. Κάτι περισσότερο. Ο αστυνομικός Υόν, που είχε αποσπαστεί στην εθνοσυνέλευση και που ήταν επιφορτισμένος να περιφρουρεί την ασφάλειά της, κατήγγειλε στη μόνιμη επιτροπή, ότι σύμφωνα με τις καταθέσεις κάποιου Αλαί, ένα τμήμα δεκεμβριστών είχε αποφασίσει τη δολοφονία του στρατηγού Σανκαρνιέ και του Ντυπέν, προέδρου της εθνοσυνέλευσης και ότι είχαν κιόλας οριστεί τα άτομα για την εκτέλεσή τους. Μπορεί κανείς να φανταστεί την τρομάρα του κ. Ντυπέν. Φαινόταν ότι ήταν πια αναπόφευγη μια κοινοβουλευτική έρευνα για την εταιρία της 10 του Δεκέμβρη, δηλ. μια βεβήλωση του βοναπαρτικού απόκρυφου κόσμου. Ακριβώς όμως πριν από τη Σύνοδο της Εθνοσυνέλευσης ο Βοναπάρτης, διέλυσε προνοητικά την εταιρία του, φυσικά μονάχα στα χαρτιά, γιατί ακόμα και στα τέλη του 1851 ο αστυνομικός διευθυντής Καρλιέ, σ’ ένα διεξοδικό υπόμνημά του, προσπαθούσε μάταια να τον παρακινήσει να διαλύσει πραγματικά τους δεκεμβριστές.
Η εταιρία της 10 του Δεκέμβρη θα έμενε ο ιδιωτικός στρατός του Βοναπάρτη έως τη μέρα που θα κατόρθωνε να μετατρέψει τον τακτικό στρατό σε μια εταιρία της 10 του Δεκέμβρη. Ο Βοναπάρτης έκανε γι’ αυτό την πρώτη απόπειρα, λίγο καιρό ύστερα από την αναβολή των εργασιών της εθνοσυνέλευσης και μάλιστα με τα χρήματα που μόλις της είχε αποσπάσει. Σαν μοιρολάτρης που ήταν, ζούσε με την πεποίθηση ότι υπάρχουν ορισμένες ανώτερες δυνάμεις στις οποίες ο άνθρωπος και προπαντός ο στρατιώτης δε μπορεί να αντισταθεί. Σ’ αυτές τις δυνάμεις έβαζε στην πρώτη γραμμή τα πούρα και τη σαμπάνια, τα κρύα πουλερικά και τα λουκάνικα με σκόρδο. Γι’ αυτό άρχισε πρώτα να κερνά στα σαλόνια των Ηλυσίων τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς με πούρα και σαμπάνια, με κρύα πουλερικά και λουκάνικα με σκόρδο. Στις 3 του Οκτώβρη επαναλαβαίνει αυτή τη μανούβρα με τα στρατεύματα στην επιθεώρηση του Σαιν – Μωρ και στις 10 του Οκτώβρη την ίδια μανούβρα σε μεγαλύτερη ακόμα κλίμακα στη στρατιωτική παρέλαση του Σατορύ. Ο θείος θυμόταν τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία, ο ανεψιός τις θριαμβευτικές πορείες του Βάκχου στην ίδια χώρα. Μα ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν φυσικά ημίθεος, ενώ ο Βάκχος ήταν Θεός και μάλιστα ο προστάτης Θεός της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη.
Ύστερα από την επιθεώρηση της 3 του Οκτώβρη, η μόνιμη επιτροπή κάλεσε σε απολογία τον υπουργό των στρατιωτικών ντ’ Ωπούλ. Ο ντ’ Ωπούλ υποσχέθηκε ότι δε θα επαναληφθούν αυτά τα πειθαρχικά παραπτώματα. Ξέρουμε, πώς κράτησε ο Βοναπάρτης στις 10 του Οκτώβρη την υπόσχεση που έδωσε ο ντ’ Ωπούλ. Και στις δύο επιθεωρήσεις είχε το πρόσταγμα ο Σανγκαρνιέ, σαν ανώτατος διοικητής του στρατού του Παρισιού. Ο Σανγκαρνιέ, που ήταν ταυτόχρονα μέλος της μόνιμης επιτροπής, ο αρχηγός της εθνοφυλακής, ο «σωτήρας» της 29 του Γενάρη και της 13 του Ιούνη, ο «προμαχώνας της κοινωνίας», ο υποψήφιος του κόμματος της τάξεως για το προεδρικό αξίωμα, ο πιθανός Μονκ δυο μοναρχιών, δεν είχε ποτέ ως τότε αναγνωρίσει τον εαυτό του σαν υφιστάμενο του υπουργού των στρατιωτικών, χλεύαζε πάντα ανοιχτά το δημοκρατικό σύνταγμα και είχε παραφορτωθεί του Βοναπάρτη με μια διφορούμενη διακριτική προστασία. Τώρα υπεράσπιζε με ζήλο την πειθαρχία ενάντια στον υπουργό των στρατιωτικών και το Σύνταγμα ενάντια στο Βοναπάρτη. Και ενώ στις 10 του Οκτώβρη ένα μέρος του ιππικού φώναζε: «Ζήτω ο Ναπολέων! Ζήτω τα λουκάνικα!», ο Σανγκαρνιέ φρόντισε τουλάχιστο το πεζικό που παρήλαυνε κάτω από τις διαταγές του φίλου του Νεμεγιέρ, να κρατήσει μια παγερή σιωπή. Για τιμωρία, ο υπουργός των στρατιωτικών, κατά παραγγελία του Βοναπάρτη, απάλλαξε το στρατηγό Νεμεγιέρ από τα καθήκοντά του στο Παρίσι, με το πρόσχημα ότι τον διορίζει διοικητή της 14ης και της 15ης μεραρχίας του στρατού. Ο Νεμεγιέρ δε δέχτηκε αυτή τη μετάθεση και έτσι αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο Σανγκαρνιέ, από την πλευρά του δημοσίευσε στις 2 του Νοέμβρη μια ημερήσια διαταγή που απαγόρευε στα ένοπλα στρατεύματα κάθε είδος πολιτικές εκδηλώσεις και διαδηλώσεις. Τα Φύλλα των Ηλυσίων (σ. σ. Οι Βοναπαρτικές εφημερίδες) άρχισαν την επίθεση ενάντια στο Σανγκαρνιέ, τα Φύλλα του κόμματος της τάξεως ενάντια στο Βοναπάρτη, η μόνιμη επιτροπή επαναλάβαινε τις μυστικές συνεδριάσεις της, όπου έγινε επανειλημμένα η πρόταση να κηρυχθεί η πατρίδα σε κίνδυνο. Ο στρατός φαινόταν χωρισμένος σε δυο εχθρικά στρατόπεδα με δυο εχθρικά επιτελεία που το ένα έδρευε στα Ηλύσια όπου έμενε ο Βοναπάρτης και το άλλο στον Κεραμεικό όπου έμενε ο Σανγκαρνιέ. Για μια στιγμή φάνηκε πως, για να δοθεί το σύνθημα της μάχης, χρειαζόταν μονάχα η σύγκληση της εθνοσυνέλευσης. Το γαλλικό κοινό έκρινε αυτές τις προστριβές ανάμεσα στο Βοναπάρτη και το Σανγκαρνιέ όπως ο άγγλος εκείνος δημοσιογράφος που τις χαρακτήρισε με τα ακόλουθα λόγια: «Οι πολιτικές υπηρέτριες της Γαλλίας σαρώνουν με παλιόσκουπες την καφτερή λάβα της επανάστασης και καυγαδίζουν την ώρα που κάνουν αυτή τη δουλειά».
Στο μεταξύ ο Βοναπάρτης βιάστηκε ν’ απαλλάξει από τα καθήκοντά του τον υπουργό των στρατιωτικών ντ’ Ωπούλ, να τον ξαποστείλει επειγόντως στο Αλγέρι και να διορίσει στη θέση του, σαν υπουργό των στρατιωτικών, το στρατηγό Σραμ. Στις 12 του Νοέμβρη έστειλε στην εθνοσυνέλευση ένα μήνυμα με αμερικάνικη πολυλογία, παραφορτωμένο με λεπτομέρειες, που μοσκοβολούσε τάξη, γεμάτο πόθο για συμφιλίωση, που έδειχνε υποταγή στο σύνταγμα, που τα πραγματευότανε όλα και το καθετί εκτός από τα φλέγοντα ζητήματα της στιγμής. Παροδικά τάχα άφηνε να του ξεφύγουν τα λόγια ότι σύμφωνα με τις ρητές διατάξεις του συντάγματος, μονάχα ο πρόεδρος διαθέτει το στρατό. Το μήνυμα τελείωνε με τα ακόλουθα πολυσήμαντα λόγια:
«Η Γαλλία χρειάζεται πριν απ’ όλα ησυχία… Δεσμευμένος από τον όρκο μου και μόνο, θα παραμείνω μέσα στα στενά όρια που μου χάραξε… Όσο για μένα, που έχω εκλεγεί από το λαό και που μονάχα σ’ αυτόν χρωστάω την εξουσία μου, θα υποτάσσομαι πάντα στη νόμιμα εκφρασμένη θέλησή του. Αν αποφασίσετε σ’ αυτή τη σύνοδο την αναθεώρηση του Συντάγματος, τότε μια συντακτική συνέλευση θα κανονίσει τη θέση της εκτελεστικής εξουσίας. Αν όχι, τότε ο λαός θα διακηρύξει πανηγυρικά τη θέλησή του το 1852. Μα όποιες και αν είναι οι λύσεις του μέλλοντος, ας συμφωνήσουμε σ’ ένα: να μην αφήσουμε ποτέ το πάθος, τον αιφνιδιασμό ή τη βία να κρίνουν την τύχη ενός μεγάλου έθνους… Μα ότι απασχολεί πριν απ’ όλα τη σκέψη μου δεν είναι ποιος θα κυβερνήσει τη Γαλλία το 1852, μα πώς θα χρησιμοποιήσω τον καιρό που διαθέτω ακόμα έτσι που η ενδιάμεση περίοδος να περάσει δίχως αναστάτωση ή ταραχή! Σας άνοιξα την καρδιά μου με ειλικρίνεια. Θα απαντήσετε στην ειλικρίνειά μου με την εμπιστοσύνη σας, στην καλή μου προσπάθεια με τη συνεργασία σας και ο Θεός θα κάνει τα υπόλοιπα».
Η καθώς πρέπει, υποκριτικά μετριοπαθής, ενάρετα κοινοτυπική γλώσσα της αστικής τάξης, αποκαλύπτει την πιο βαθιά της σημασία με το στόμα του ανώτατου άρχοντα της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη και του ήρωα των φαγοποτιών του Σαιν – Μωρ και του Σατορύ.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Σχόλια