Η 18η ΜΠΡΥΜΑΙΡ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ (13)
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
13ον ΜΕΡΟΣ
(Συνέχεια από το προηγούμενο)
Είναι αλήθεια ότι στα 1851 η Γαλλία είχε περάσει ένα είδος μικρής εμπορικής κρίσης. Στα τέλη του Φλεβάρη παρατηρήθηκε πτώση των εξαγωγών σε σύγκριση με το 1850. Το Μάρτη η κατάσταση των βιομηχανικών νομών φαινόταν τόσο απελπιστική όσο και ύστερα από τις μέρες του Φλεβάρη, Το Μάη οι δουλειές δεν είχαν ακόμα ξαναζωντανέψει. Ακόμα και στις 28 του Ιούνη η κατάσταση της τράπεζας της Γαλλίας έδειχνε, με την τεράστια αύξηση των καταθέσεων και με την εξίσου μεγάλη ελάττωση των προκαταβολών πάνω σε γραμμάτια, το σταμάτημα της παραγωγής. Και μονάχα στα μέσα του Οκτώβρη άρχισε πάλι μια προοδευτική αναζωογόνηση των εργασιών. Η γαλλική αστική τάξη εξηγούσε αυτή την εμπορική στασιμότητα με καθαρά πολιτικούς λόγους, με την πάλη ανάμεσα στο κοινοβούλιο και την εκτελεστική εξουσία, με την αβεβαιότητα της προσωρινής κρατικής μορφής, με τη φριχτή προοπτική για τη δεύτερη Κυριακή του Μάη του 1852. Δε θέλω ν’ αρνηθώ ότι όλες αυτές οι αιτίες προκάλεσαν μια πτώση σε μερικούς βιομηχανικούς κλάδους στο Παρίσι και στους νομούς. Πάντως η επίδραση αυτή των πολιτικών συνθηκών ήταν μονάχα τοπική και ασήμαντη. Μήπως χρειάζεται άλλη απόδειξη γι’ αυτό το γεγονός ότι η αναζωογόνηση του εμπορίου άρχισε γύρω από τα μέσα του Οκτώβρη, τη στιγμή ακριβώς που η πολιτική κατάσταση χειροτέρευε, ο πολιτικός ορίζοντας σκοτείνιαζε και κάθε στιγμή περίμεναν έναν κεραυνό από τα Ηλύσια; Εξάλλου, ο γάλλος αστός που «η δεξιοσύνη του, η γνώση του, η πνευματική διορατικότητά του και οι διανοητικές επικουρικές πηγές του» δε φτάνουν πέρα από τη μύτη του, σ’ όλη τη διάρκεια της βιομηχανικής έκθεσης του Λονδίνου μπορούσε να σκοντάφτει με τη μύτη του πάνω στην αιτία της εμπορικής του αθλιότητας. Ενώ στη Γαλλία έκλειναν τα εργοστάσια, στην Αγγλία ξεσπούσαν εμπορικές χρεοκοπίες. Ενώ στη Γαλλία ο βιομηχανικός πανικός αποκορυφωνόταν τον Απρίλη και το Μάη στην Αγγλία τον Απρίλη και το Μάη αποκορυφωνόταν ο εμπορικός πανικός. Όπως υπέφερε η γαλλική βιομηχανία μαλλιού, το ίδιο υπέφερε και η αγγλική, όπως υπέφερε η γαλλική βιομηχανία μεταξιού, το ίδιο και η αγγλική. Αν τα αγγλικά εργοστάσια βαμβακερών ειδών εξακολουθούσαν να εργάζονται, αυτό δε γινόταν με τα ίδια κέρδη όπως στα 1849 και 1850. Η μόνη διαφορά ήταν ότι η κρίση στη Γαλλία ήταν βιομηχανική ενώ στην Αγγλία ήταν εμπορική, ότι ενώ στη Γαλλία σταματούσαν τα εργοστάσια, στην Αγγλία επεκτείνονταν, κάτω όμως από λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες, απ’ ότι γινόταν στα προηγούμενα χρόνια, ότι στη Γαλλία ήταν οι εξαγωγές, ενώ στην Αγγλία οι εισαγωγές που δέχτηκαν τα κύρια χτυπήματα. Η κοινή αιτία, που φυσικά δεν έπρεπε να τη ζητήσει κανείς μέσα στα όρια του γαλλικού πολιτικού ορίζοντα, ήταν εξόφθαλμη. Το 1849 και το 1850 ήταν χρόνια της μεγαλύτερης υλικής άνθισης και μιας υπερπαραγωγής, που εκδηλώθηκε σαν τέτοια μονάχα το 1851. Στις αρχές αυτού του χρόνου η υπερπαραγωγή εντάθηκε ακόμα περισσότερο με την προοπτική της βιομηχανικής έκθεσης. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθούν τα παρακάτω ειδικά περιστατικά: πρώτα, η κακή ανάπτυξη της σοδιάς του μπαμπακιού στα 1850 και 1851, ύστερα η βεβαιότητα για μια πιο μεγάλη σοδιά από ότι περιμένανε, πρώτα η ύψωση, ύστερα το απότομο πέσιμο, με λίγα λόγια οι διακυμάνσεις των τιμών του μπαμπακιού. Η σοδιά του ακατέργαστου μεταξιού είχε πέσει, τουλάχιστο στη Γαλλία, κάτω από το μέσο όρο. Τέλος, η βιομηχανία μαλλιού είχε τόσο επεκταθεί από το 1848, που δε μπορούσε να την ακολουθήσει η παραγωγή μαλλιού και η τιμή του ακατέργαστου μαλλιού υψώθηκε σε μεγάλη δυσαναλογία σε σχέση με την τιμή των μάλλινων προϊόντων. Έχουμε λοιπόν εδώ στις πρώτες ύλες τριών βιομηχανιών παγκόσμιας σημασίας μια τριπλή αιτία για εμπορική στασιμότητα. Αν παραβλέψουμε αυτά τα ειδικά περιστατικά, η φαινομενική κρίση του 1851 δεν ήταν τίποτε άλλο από το σταμάτημα που κάθε φορά προκαλούν η υπερπαραγωγή και η υπερκερδοσκοπία στην πορεία του βιομηχανικού κύκλου, ώσπου να συγκεντρώσει όλες της τις δυνάμεις για να διατρέξει με πυρετική ταχύτητα την τελευταία φάση αυτού του κύκλου και να φτάσουν ξανά στην αφετηρία της, στη γενική εμπορική κρίση. Μέσα σε τέτοια ενδιάμεσα της εμπορικής ιστορίας, ξεσπούν στην Αγγλία εμπορικές χρεοκοπίες, ενώ στη Γαλλία σταματάει η ίδια η βιομηχανία, εν μέρει γιατί αναγκάζεται να υποχωρήσει σ’ όλες τις αγορές μπροστά στον αγγλικό συναγωνισμό, που ακριβώς τότε γίνεται ανυπόφορος, και εν μέρει γιατί σα βιομηχανία πολυτελείας που είναι χτυπιέται κατά προτίμηση από κάθε σταμάτημα των εργασιών. Έτσι, εκτός από τις γενικές κρίσεις, η Γαλλία περνάει στις δικές της εθνικές εμπορικές κρίσεις, που όμως προκαλούνται και καθορίζονται πολύ περισσότερο από τη γενική κατάσταση της παγκόσμιας αγοράς, παρά από τοπικές γαλλικές επιδράσεις. Δε θα ήταν δίχως ενδιαφέρον αν αντιπαραθέταμε στην προκατάληψη του γάλλου αστού την κρίση του άγγλου αστού. Ένας από τους μεγαλύτερους οίκους του Λίβερπουλ γράφει στον ετήσιο εμπορικό απολογισμό του για το 1851: «Λίγες χρονιές διαψεύσανε περισσότερο από τη χρονιά που πέρασε τις προβλέψεις που είχαν γίνει στην αρχή. Αντί για τη μεγάλη άνθιση, που σχεδόν ομόφωνα προβλέπαμε, η χρονιά αυτή αποδείχτηκε μια από τις πιο απογοητευτικές χρονιές, που έχουν σημειωθεί στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Αυτό, φυσικά, ισχύει μόνο για τις εμπορικές και όχι για τις βιομηχανικές τάξεις. Και όμως υπήρχαν βέβαια λόγοι για να καταλήξουμε απ’ την αρχή του χρόνου σ’ αντίθετα συμπεράσματα. Τα αποθέματα σε εμπορεύματα ήταν σποραδικά, τα κεφάλαια περίσσευαν, τα τρόφιμα ήταν φτηνά, ένα καλό φθινόπωρο ήταν εξασφαλισμένο, στην ευρωπαϊκή ήπειρο επικρατούσε αδιατάραχτη ειρήνη και δεν είχαμε πολιτικές ή δημοσιονομικές διαταραχές στο εσωτερικό: Πραγματικά, ποτέ τα φτερά του εμπορίου δεν ήταν πιο ελεύθερα… Σε ποια αίτια πρέπει λοιπόν να αποδώσουμε το δυσμενές αυτό αποτέλεσμα; Νομίζουμε πώς πρέπει να το αποδώσουμε στο υπερεμπόριο εισαγωγών και εξαγωγών…Αν οι έμποροί μας δε βάλουν μόνοι τους στενότερα όρια στη δράση τους, τίποτε δε μπορεί να μας κρατά μέσα στην τροχιά μας, εκτός από ένας πανικός κάθε τρία χρόνια» (σ. σ. Παρμένο από το «Εκόνομιστ», 10 του Γενάρη 1852, σελ. 29-30).
Ας φανταστούμε τώρα το γάλλο αστό, πώς μέσα σ’ αυτόν τον εμπορικό πανικό βασανίζεται, ζαλίζεται και θολώνεται το εμπορικά άρρωστο μυαλό του από τις φήμες για πραξικοπήματα και για την επαναφορά του γενικού εκλογικού δικαιώματος, από την πάλη ανάμεσα στο κοινοβούλιο και την εκτελεστική εξουσία, από το αλληλοφάγωμα των ορλεανικών και των νομιμοφρόνων, από τις κομμουνιστικές συνωμοσίες στη νότια Γαλλία, από δήθεν εξεγέρσεις χωρικών (Jaciqueries) στους νομούς του Νιέβρ και του Σερ, από τις διαφημίσεις των διαφόρων υποψηφίων για την προεδρία, από τα αγύρτικα συνθήματα των εφημερίδων, από τις απειλές των δημοκρατικών ότι θα υπερασπίζονταν με το όπλο στο χέρι το Σύνταγμα και το γενικό εκλογικό δικαίωμα, από τα ευαγγελικά κηρύγματα των φυγάδων ηρώων που βρίσκονταν στο εξωτερικό και που ανάγγελναν τη συντέλεια του κόσμου για τη δεύτερη Κυριακή του Μάη 1852 – ας τα φανταστούμε όλα αυτά και θα καταλάβουμε γιατί, μέσα σ’ αυτή την ανείπωτη, θορυβώδικη σύγχυση για συγχώνευση, αναθεώρηση, παράταση. Σύνταγμα, συνωμοσία, συνασπισμό, μετανάστευση, σφετερισμό και επανάσταση, ο αστός φωνάζει δαιμονισμένα στην κοινοβουλευτική του δημοκρατία: «Καλύτερα ένα φριχτό τέλος, παρά μια φρίκη χωρίς τέλος!».
Ο Βοναπάρτης κατάλαβε την κραυγή αυτή. Η ικανότητά του ν’ αντιλαμβάνεται είχε οξυνθεί από την αυξανόμενη βιαιότητα των δανειστών του, που σε κάθε δύση του ήλιου, που έφερνε κοντύτερα τη μέρα της λήξης, τη δεύτερη Κυριακή του Μάη 1852, βλέπανε στην κίνηση των άστρων τη διαμαρτύρηση για τα επίγειά τους γραμμάτια. Είχαν γίνει αληθινοί αστρολόγοι. Η εθνοσυνέλευση είχε σβήσει κάθε ελπίδα του Βοναπάρτη για μια συνταγματική παράταση της εξουσίας του. Η υποψηφιότητα του πρίγκιπα ντε Ζουανβίλ δεν επέτρεπε άλλες ταλαντεύσεις.
Αν ποτέ κάποιο γεγονός έριξε τη σκιά του πολύ πριν από την πραγματοποίησή του, αυτό ήταν το πραξικόπημα του Βοναπάρτη. Από τις 29 κιόλας του Γενάρη 1849, ένα μόλις μήνα ύστερα από την εκλογή του, είχε κάνει κιόλας σχετική πρόταση στον Σανγκαρνιέ. Το καλοκαίρι του 1849 ο ίδιος ο πρωθυπουργός του Οντιλόν Μπαρρό είχε καταγγείλει σκεπασμένα την πολιτική των πραξικοπημάτων. Το ίδιο έκανε ανοιχτά ο Θιέρσος το χειμώνα του 1850. Το Μάη του 1851 ο Περσινύ προσπάθησε και πάλι να κερδίσει τον Σανγκαρνιέ για το πραξικόπημα. Η «Μεσαζέ ντε λ’ Ασαμπλέ» (σ. σ. Μεσαζέ ντε λ’ Ασαμπλέ» (Messager de l’ Assemblee): αντιβοναπαρτική εφημερίδα που έβγαινε το 1851 στο Παρίσι), είχε δημοσιεύσειαυτή τη συνομιλία. Οι βοναπαρτικές εφημερίδες, σε κάθε κοινοβουλευτική θύελλα απειλούσαν μ’ ένα πραξικόπημα και όσο πλησίαζε η κρίση, τόσο δυνατότερος γινότανε ο τόνος της φωνής τους. Στα όργια, που έκανε κάθε νύχτα ο Βοναπάρτης με άνδρες και γυναίκες τυχοδιώκτες, κάθε φορά που ζύγωναν τα μεσάνυχτα και οι άφθονες σπονδές έλυναν τις γλώσσες και άναβαν τις φαντασίες, αποφασιζόταν το πραξικόπημα για την άλλη μέρα το πρωί. Έσερναν τα ξίφη, τσούγκριζαν τα ποτήρια, οι αντιπρόσωποι το έσκαζαν από τα παράθυρα, η αυτοκρατορική πορφύρα κάλυπτε τους ώμους του Βοναπάρτη, ώσπου το επόμενο πρωί έδιωχνε ξανά το φάντασμα και το κατάπληκτο Παρίσι μάθαινε από ελάχιστα επιφυλακτικές εστιάδες και ακριτόμυθους παλαδίνους, (σ. σ. Παλαδίνοι είναι οι 12 ήρωες στο μεσαιωνικό ποίημα του Ρολάνδου. Εδώ έχουν την έννοια των πιστών ιπποτών ή υπηρετών), τον κίνδυνο απ’ τον οποίο είχε ξεφύγει ακόμα μια φορά. Στους μήνες Σεπτέμβρη και Οκτώβρη οι φήμες για ένα πραξικόπημα κυνηγούσαν η μια την άλλη. Η σκια αποκτούσε χρώμα, σαν μια πολύχρωμη δαγκεροτυπία. Αν ξεφυλλίσουμε τις ευρωπαϊκές εφημερίδες του Σεπτέμβρη και του Οκτώβρη θα βρούμε λέξη προς λέξη πληροφορίες σαν τις ακόλουθες: «Το Παρίσι είναι γεμάτο από φήμες για ένα πραξικόπημα. Η πρωτεύουσα, λένε ότι θα γεμίσει τη νύχτα με στρατό και η αυγή θα φέρει διατάγματα για τη διάλυση της εθνοσυνέλευσης, για την κήρυξη του νομού του Σηκουάνα σε κατάσταση πολιορκίας, για την επαναφορά του γενικού εκλογικού δικαιώματος, καθώς και διάγγελμα στο λαό. Ο Βοναπάρτης λένε πώς ψάχνει να βρει υπουργούς για την εκτέλεση των παράνομων αυτών διαταγμάτων». Οι ανταποκρίσεις που αναγράφουν αυτές τις ειδήσεις τελειώνουν πάντοτε με τη μοιραία λέξη «αναβλήθηκε». Το πραξικόπημα ήταν πάντα η έμμονη ιδέα του Βοναπάρτη. Μ’ αυτή την ιδέα είχε ξαναπατήσει το γαλλικό έδαφος. Η ιδέα αυτή τον είχε κυριεύσει σε τέτοιο βαθμό, που την πρόδινε και τη φλυαρούσε ακατάπαυστα. Ήταν τόσο αδύνατος, που το ίδιο ακατάπαυτα την απαρνιότανε. Η σκιά του πραξικοπήματος είχε καταντήσει ένα φάντασμα τόσο οικείο στους παρισινούς, που όταν τέλος φανερώθηκε με σάρκα και οστά δε θέλανε να το πιστέψουν. Δεν ήταν λοιπόν ούτε η συνωμοτική επιφυλακτικότητα του αρχηγού της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη, ούτε ο απροσδόκητος αιφνιδιασμός της εθνοσυνέλευσης που έκαναν να πετύχει το πραξικόπημα. Αν πέτυχε, πέτυχε παρ’ όλη την αθυροστομία του πρώτου και εν γνώσει της δεύτερης, σαν αναγκαία αναπόφευκτη συνέπεια της προγενέστερης εξέλιξης.
Στις 10 του Οκτώβρη ο Βοναπάρτης ανήγγειλε στους υπουργούς του την απόφασή του να επαναφέρει το γενικό εκλογικό δικαίωμά της για την άμεση κινητοποίηση του στρατού, για το σχηματισμό ενός κοινοβουλευτικού στρατού. Αν αναγόρευε έτσι το στρατό σε διαιτητή ανάμεσά της και στο λαό, ανάμεσά της και στο Βοναπάρτη, αν αναγνώριζε το στρατό σαν αποφασιστική κρατική εξουσία, από την άλλη έπρεπε να παραδεχτεί ότι από καιρό είχε παραιτηθεί από την αξίωσή της να κυριαρχεί στο στρατό. Αν, αντί να κινητοποιήσει αμέσως το στρατό, συζητούσε για το δικαίωμα της κινητοποίησής του, πρόδινε ότι αμφέβαλλε για την ίδια τη δική της εξουσία. Με την απόρριψη του νομοσχεδίου για τους κοσμήτορες ομολόγησε δημόσια την αδυναμία της. Το νομοσχέδιο αυτό απορρίφθηκε με μια πλειοψηφία 108 ψήφων, οι ορεινοί έδωσαν έτσι τη λύση. Βρισκόταν η ίδια στη θέση του γαϊδάρου του Μπουριντάν, όχι βέβαια ανάμεσα σε δυο δεμάτια σανό, για να αποφασίσει ποιο από τα δυο είναι πιο ορεκτικό, αλλά ανάμεσα σε δυο ξυλοφορτώματα για να αποφασίσει ποιο από τα δυο είναι πιο σκληρό. Από τη μια μεριά, ο φόβος από τον Σανγκαρνιέ, από την άλλη, ο φόβος από το Βοναπάρτη. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η κατάσταση δεν ήταν καθόλου ηρωική.
Στις 18 του Νοέμβρη υποβλήθηκε μια τροπολογία στο νομοσχέδιο που είχε καταθέσει το κόμμα της τάξεως για τις δημοτικές εκλογές, που έλεγε ότι αντί τρία χρόνια έφτανε οι δημοτικοί εκλογείς να έχουν ένα χρόνο διαμονή στον τόπο που ψήφιζαν. Η τροπολογία απορρίφθηκε με μία μονάχα ψήφο, αποδείχτηκε όμως αμέσως ότι αυτή η ψήφος προερχόταν από κάποιο λάθος. Το κόμμα της τάξεως με το κομμάτιασμά του σε εχθρικές ομάδες, είχε χάσει από καιρό την αυτοτελή κοινοβουλευτική του πλειοψηφία. Έδειχνε τώρα ότι δεν υπήρχε καμιά ανίκανη να πάρει μιαν απόφαση. Τα ατομικά της στοιχεία δε συγκρατιόνταν πια από καμία συνεκτική δύναμη. Είχε καταναλώσει την τελευταία της πνοή. Ήταν νεκρή.
Τέλος, λίγες μέρες πριν από την καταστροφή, η εξωκοινοβουλευτική μάζα της αστικής τάξης έμελλε να επιβεβαιώσει ακόμα μια φορά πανηγυρικά τη ρήξη της με την αστική τάξη μέσα στο κοινοβούλιο. Ο Θιέρσος, ένας κοινοβουλευτικός ήρωας που είχε κατ’ εξοχήν προσβληθεί από την αγιάτρευτη αρρώστια της κοινοβουλευτικής ηλιθιότητας, σκάρωσε ύστερα από το θάνατο του κοινοβουλίου μια καινούργια κοινοβουλευτική μηχανορραφία με το συμβούλιο της επικρατείας, ένα νόμο περί ευθύνης που θα περιόριζε τον πρόεδρο μέσα στα όρια του συντάγματος. Όπως ο Βοναπάρτης στις 15 του Σεπτέμβρη, με την ευκαιρία της κατάθεσης του θεμελίου λίθου της νέας αγοράς του Παρισιού, είχε, σαν νεότερος Μασανιέλο, καταγοητεύει τις μανάβισσες της αγοράς, τις πωλήτριες ψαριών – βέβαια, κάθε μια απ’ αυτές τις πωλήτριες ζύγιζε ίσαμε 17 μπουργκράφους σε πραγματική δύναμη – όπως ύστερα από την κατάθεση του νομοσχεδίου για τους κοσμήτορες ενθουσίασε τους υπολοχαγούς που είχε κεράσει στα Ηλύσια, έτσι και τώρα στις 25 του Νοέμβρη παράσυρε τη βιομηχανική αστική τάξη που είχε συγκεντρωθεί στο ιπποδρόμιο για να πάρει από το χέρι του τα μετάλλια των βραβείων της βιομηχανικής έκθεσης του Λονδίνου. Παραθέτω το πιο χαρακτηριστικό μέρος του λόγου του, όπως τον δημοσίευσε η «Ζουρνάλ ντε Ντεμπά»: «Ύστερα από τόσες ανέλπιστες επιτυχίες, έχω το δικαίωμα να επαναλάβω πόσο μεγάλη θα ήταν η γαλλική δημοκρατία, αν της επιτρεπόταν να ακολουθήσει τα πραγματικά της συμφέροντα και να μεταρρυθμίσει τους θεσμούς της, αντί να αναταράσσεται διαρκώς από τη μια από δημαγωγούς και από την άλλη από μοναρχικές παραισθήσεις (θυελλώδη και επανειλημμένα χειροκροτήματα από όλες τις πλευρές του αμφιθεάτρου). Οι μοναρχικές παραισθήσεις εμποδίζουν κάθε πρόοδο και κάθε σοβαρό βιομηχανικό κλάδο. Αντί για πρόοδο έχουμε αγώνα. Βλέπουμε άνδρες, που πριν ήταν οι πιο δραστήριοι υποστηρικτές της βασιλικής εξουσίας και των βασιλικών προνομίων, να γίνονται οπαδοί μιας συμβατικής μόνο και μόνο για να εξασθενίσουν την εξουσία που έχει ανακύψει από το γενικό εκλογικό δικαίωμα. (Δυνατά και επανειλημμένα χειροκροτήματα). Βλέπουμε άνδρες που υπόφεραν περισσότερο από όλους από την επανάσταση και την ελεεινολόγησαν περισσότερο από όλους, να προκαλούν μια νέα επανάσταση, μόνο και μόνο για να αλυσοδέσουν τη θέληση του έθνους…Σας υπόσχομαι ησυχία για το μέλλον κλπ. κλπ. (Μπράβο, μπράβο, θυελλώδη μπράβο)». Έτσι η βιομηχανική αστική τάξη χειροκροτεί με δουλοπρεπή μπράβο το πραξικόπημα της 2 του Δεκέμβρη, την κατάργηση του κοινοβουλίου, τον αφανισμό της δικής της κυριαρχίας, τη δικτατορία του Βοναπάρτη. Στη βροντή των χειροκροτημάτων της 25 του Νοέμβρη απάντησε η βροντή των κανονιών της 4 του Δεκέμβρη και το σπίτι του κ. Σαλαντρούζ, που είχε χειροκροτήσει και φωνάξει τα περισσότερα μπράβο ήταν εκείνο που χτυπήθηκε από τις περισσότερες κανονιές.
Όταν ο Κρόμβελ διέλυσε το Μακρό κοινοβούλιο, πήγε μονάχος του και στάθηκε στη μέση της αίθουσας των συνεδριάσεών του, έβγαλε από τη τσέπη το ρολόι του για να μη ζήσει ούτε ένα λεπτό πέρα από την προθεσμία που του είχε καθορίσει και έδιωξε κάθε μέλος του με εύθυμες χιουμουριστικές βρισιές. Ο Ναπολέων, κατώτερος από το πρωτότυπό του, πήγε τουλάχιστο στις 18 Μπρυμαίρ στο νομοθετικό σώμα και του διάβασε, αν και με πνιγμένη φωνή, τη θανατική του καταδίκη. Ο δεύτερος Βοναπάρτης, που εξάλλου βρέθηκε να κατέχει μια ολότελα διαφορετική εκτελεστική εξουσία από την εξουσία του Κρόμβελ και του Ναπολέοντα, δεν αναζητούσε το πρωτότυπό του στα χρονικά της παγκόσμιας ιστορίας, αλλά στα χρονικά της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη, στα χρονικά της εγκληματολογικής δικαιοσύνης. Κλέβει από την τράπεζα της Γαλλίας 25 εκατομμύρια φράγκα, εξαγοράζει το στρατηγό Μανιάν με ένα εκατομμύριο, τους στρατιώτες με δεκαπέντε φράγκα και με ρακί στον καθένα, ανταμώνεται σαν κλέφτης στα κρυφά με τους συνενόχους τους τη νύχτα, διατάζει να διαρρήξουν τα σπίτια των πιο επικίνδυνων κοινοβουλευτικών ηγετών και ν’ αρπάξουν απ’ τα κρεβάτια τους τον Καβαινιάκ, τον Λαμορισιέρ, τον Λεφλώ, τον Σανγκαρνιέ, τον Σαρρά, τον Θιέρσο, τον Μπαζ κλπ, διατάζει να καταλάβουν στρατιωτικά τις κυριότερες πλατείες του Παρισιού και το κτίριο του κοινοβουλίου και να τοιχοκολλήσουν νωρίς το πρωί σ’ όλους τους τοίχους κατεργάρικες αγγελίες που γνωστοποιούσαν τη διάλυση της εθνοσυνέλευσης και του συμβουλίου της επικρατείας, την επαναφορά του γενικού εκλογικού δικαιώματος και την κήρυξη του νομού του Σηκουάνα σε κατάσταση πολιορκίας. Με τον ίδιο τρόπο, καταχωρήθηκε λίγο αργότερα στη «Μονιτέρ» ένα πλαστό έγγραφο, πώς τάχα σημαίνοντες κοινοβουλευτικοί παράγοντες συγκεντρώθηκαν γύρω του σε ένα κρατικό συμβουλευτικό σώμα.
Το κολοβό κοινοβούλιο που συγκεντρώθηκε στο δημαρχείο του δεκάτου διαμερίσματος του Παρισιού και που το αποτελούσαν κυρίως νομιμόφρονες και ορλεανικοί, αποφασίζει την καθαίρεση του Βοναπάρτη φωνάζοντας επανειλημμένα: «Ζήτω η δημοκρατία!», προσφωνεί του κάκου το πλήθος που έχασκε μπροστά στο κτίριο της δημαρχίας και σέρνεται στο τέλος με συνοδεία από αφρικανούς ακροβολιστές, πρώτα στους στρατώνες του ντ’ Ορσαί και έπειτα στιβάζεται σε κλούβες και μεταφέρεται στις φυλακές του Μαζά, του Χαμ και της Βενσέν. Αυτό το τέλος είχαν το κόμμα της τάξεως, η νομοθετική συνέλευση και η επανάσταση του Φλεβάρη. Πριν φτάσουμε σ’ ένα συμπέρασμα, ας κάνουμε ένα σύντομο σχεδιάγραμμα της ιστορίας τους.
Ι. Πρώτη περίοδος. Από τις 24 του Φλεβάρη ως τις 4 του Μάη 1848. Περίοδος του Φλεβάρη. Πρόλογος. Απάτη της γενικής συναδέλφωσης.
ΙΙ. Δεύτερη περίοδος. Περίοδος διαμόρφωσης της δημοκρατίας και της συντακτικής εθνοσυνέλευσης.
1. Από τις 4 του Μάη ως τις 25 του Ιούνη 1848. Πάλη όλων των τάξεων ενάντια στο προλεταριάτο. Ήττα του προλεταριάτου στις μέρες του Ιούνη.
2. Από τις 25 του Ιούνη ως τις 10 του Δεκέμβρη 1848. Δικτατορία των πούρων αστών δημοκρατών. Επεξεργασία του συντάγματος. Κήρυξη του Παρισιού σε κατάσταση πολιορκίας. Η αστική δικτατορία παραμερίζεται στις 10 του Δεκέμβρη με την εκλογή του Βοναπάρτη στην προεδρία.
3. Από τις 20 του Δεκέμβρη 1848 ως τις 28 του Μάη 1849. Αγώνας της συντακτικής συνέλευσης ενάντια στο Βοναπάρτη και στο κόμμα της τάξεως, που συμμαχούσε μαζί του. Τέλος της συντακτικής. Πτώση της δημοκρατικής αστικής τάξης.
ΙΙΙ. Τρίτη περίοδος. Περίοδος της συνταγματικής δημοκρατίας και της νομοθετικής εθνοσυνέλευσης.
1. Από τις 28 του Μάη 1849 ως τις 13 του Ιούνη 1849. Πάλη των μικροαστών ενάντια στην αστική τάξη και το Βοναπάρτη. Ήττα της μικροαστικής δημοκρατίας.
2. Από τις 13 του Ιούνη 1849 ως τις 31 του Μάη 1850. Κοινοβουλευτική δικτατορία του κόμματος της τάξεως. Ολοκληρώνει την κυριαρχία του με την κατάργηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος, χάνει όμως την κοινοβουλευτική κυβέρνηση.
3. Από τις 31 του Μάη 1850 ως τις 2 του Δεκέμβρη 1851. Π¨αλη ανάμεσα στην κοινοβουλευτική αστική τάξη και το Βοναπάρτη.
α) Από τις 31 του Μάη 1850 ως τις 12 του Γενάρη 1851. Το κοινοβούλιο χάνει την ανώτατη διοίκηση του στρατού.
β) Από τις 12 του Γενάρη ως της 11 του Απρίλη 1851. Το κοινοβούλιο νικιέται στις προσπάθειές του να ξαναποκτήσει τη διοικητική εξουσία. Το κόμμα της τάξεως χάνει την ανεξάρτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Συνασπίζεται με τους δημοκρατικούς και τους ορεινούς.
γ) Από τις 11 του Απρίλη 1851 ως τις 9 του Οκτώβρη 1851. Προσπάθειες για αναθεώρηση, συγχώνευση, παράταση. Το κόμμα της τάξεως διαλύεται στα ξεχωριστά συστατικά του στοιχεία. Σταθεροποιείται η ρήξη ανάμεσα στην αστική μάζα από τη μια και στο αστικό κοινοβούλιο και τον Τύπο από την άλλη.
δ) Από τις 9 του Οκτώβρη ως τις 2 του Δεκέμβρη 1851. Ανοιχτή ρήξη ανάμεσα στο κοινοβούλιο και την εκτελεστική εξουσία. Το κοινοβούλιο εκτελεί την πράξη του θανάτου του και υποκύπτει, εγκαταλειμμένο από την ίδια του την τάξη, από το στρατό και απ’ όλες τις άλλες τάξεις. Τέλος του κοινοβουλευτικού καθεστώτος και της αστικής κυριαρχίας. Νίκη του Βοναπάρτη. Παρωδία αυτοκρατορικής παλινόρθωσης.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
13ον ΜΕΡΟΣ
(Συνέχεια από το προηγούμενο)
Είναι αλήθεια ότι στα 1851 η Γαλλία είχε περάσει ένα είδος μικρής εμπορικής κρίσης. Στα τέλη του Φλεβάρη παρατηρήθηκε πτώση των εξαγωγών σε σύγκριση με το 1850. Το Μάρτη η κατάσταση των βιομηχανικών νομών φαινόταν τόσο απελπιστική όσο και ύστερα από τις μέρες του Φλεβάρη, Το Μάη οι δουλειές δεν είχαν ακόμα ξαναζωντανέψει. Ακόμα και στις 28 του Ιούνη η κατάσταση της τράπεζας της Γαλλίας έδειχνε, με την τεράστια αύξηση των καταθέσεων και με την εξίσου μεγάλη ελάττωση των προκαταβολών πάνω σε γραμμάτια, το σταμάτημα της παραγωγής. Και μονάχα στα μέσα του Οκτώβρη άρχισε πάλι μια προοδευτική αναζωογόνηση των εργασιών. Η γαλλική αστική τάξη εξηγούσε αυτή την εμπορική στασιμότητα με καθαρά πολιτικούς λόγους, με την πάλη ανάμεσα στο κοινοβούλιο και την εκτελεστική εξουσία, με την αβεβαιότητα της προσωρινής κρατικής μορφής, με τη φριχτή προοπτική για τη δεύτερη Κυριακή του Μάη του 1852. Δε θέλω ν’ αρνηθώ ότι όλες αυτές οι αιτίες προκάλεσαν μια πτώση σε μερικούς βιομηχανικούς κλάδους στο Παρίσι και στους νομούς. Πάντως η επίδραση αυτή των πολιτικών συνθηκών ήταν μονάχα τοπική και ασήμαντη. Μήπως χρειάζεται άλλη απόδειξη γι’ αυτό το γεγονός ότι η αναζωογόνηση του εμπορίου άρχισε γύρω από τα μέσα του Οκτώβρη, τη στιγμή ακριβώς που η πολιτική κατάσταση χειροτέρευε, ο πολιτικός ορίζοντας σκοτείνιαζε και κάθε στιγμή περίμεναν έναν κεραυνό από τα Ηλύσια; Εξάλλου, ο γάλλος αστός που «η δεξιοσύνη του, η γνώση του, η πνευματική διορατικότητά του και οι διανοητικές επικουρικές πηγές του» δε φτάνουν πέρα από τη μύτη του, σ’ όλη τη διάρκεια της βιομηχανικής έκθεσης του Λονδίνου μπορούσε να σκοντάφτει με τη μύτη του πάνω στην αιτία της εμπορικής του αθλιότητας. Ενώ στη Γαλλία έκλειναν τα εργοστάσια, στην Αγγλία ξεσπούσαν εμπορικές χρεοκοπίες. Ενώ στη Γαλλία ο βιομηχανικός πανικός αποκορυφωνόταν τον Απρίλη και το Μάη στην Αγγλία τον Απρίλη και το Μάη αποκορυφωνόταν ο εμπορικός πανικός. Όπως υπέφερε η γαλλική βιομηχανία μαλλιού, το ίδιο υπέφερε και η αγγλική, όπως υπέφερε η γαλλική βιομηχανία μεταξιού, το ίδιο και η αγγλική. Αν τα αγγλικά εργοστάσια βαμβακερών ειδών εξακολουθούσαν να εργάζονται, αυτό δε γινόταν με τα ίδια κέρδη όπως στα 1849 και 1850. Η μόνη διαφορά ήταν ότι η κρίση στη Γαλλία ήταν βιομηχανική ενώ στην Αγγλία ήταν εμπορική, ότι ενώ στη Γαλλία σταματούσαν τα εργοστάσια, στην Αγγλία επεκτείνονταν, κάτω όμως από λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες, απ’ ότι γινόταν στα προηγούμενα χρόνια, ότι στη Γαλλία ήταν οι εξαγωγές, ενώ στην Αγγλία οι εισαγωγές που δέχτηκαν τα κύρια χτυπήματα. Η κοινή αιτία, που φυσικά δεν έπρεπε να τη ζητήσει κανείς μέσα στα όρια του γαλλικού πολιτικού ορίζοντα, ήταν εξόφθαλμη. Το 1849 και το 1850 ήταν χρόνια της μεγαλύτερης υλικής άνθισης και μιας υπερπαραγωγής, που εκδηλώθηκε σαν τέτοια μονάχα το 1851. Στις αρχές αυτού του χρόνου η υπερπαραγωγή εντάθηκε ακόμα περισσότερο με την προοπτική της βιομηχανικής έκθεσης. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθούν τα παρακάτω ειδικά περιστατικά: πρώτα, η κακή ανάπτυξη της σοδιάς του μπαμπακιού στα 1850 και 1851, ύστερα η βεβαιότητα για μια πιο μεγάλη σοδιά από ότι περιμένανε, πρώτα η ύψωση, ύστερα το απότομο πέσιμο, με λίγα λόγια οι διακυμάνσεις των τιμών του μπαμπακιού. Η σοδιά του ακατέργαστου μεταξιού είχε πέσει, τουλάχιστο στη Γαλλία, κάτω από το μέσο όρο. Τέλος, η βιομηχανία μαλλιού είχε τόσο επεκταθεί από το 1848, που δε μπορούσε να την ακολουθήσει η παραγωγή μαλλιού και η τιμή του ακατέργαστου μαλλιού υψώθηκε σε μεγάλη δυσαναλογία σε σχέση με την τιμή των μάλλινων προϊόντων. Έχουμε λοιπόν εδώ στις πρώτες ύλες τριών βιομηχανιών παγκόσμιας σημασίας μια τριπλή αιτία για εμπορική στασιμότητα. Αν παραβλέψουμε αυτά τα ειδικά περιστατικά, η φαινομενική κρίση του 1851 δεν ήταν τίποτε άλλο από το σταμάτημα που κάθε φορά προκαλούν η υπερπαραγωγή και η υπερκερδοσκοπία στην πορεία του βιομηχανικού κύκλου, ώσπου να συγκεντρώσει όλες της τις δυνάμεις για να διατρέξει με πυρετική ταχύτητα την τελευταία φάση αυτού του κύκλου και να φτάσουν ξανά στην αφετηρία της, στη γενική εμπορική κρίση. Μέσα σε τέτοια ενδιάμεσα της εμπορικής ιστορίας, ξεσπούν στην Αγγλία εμπορικές χρεοκοπίες, ενώ στη Γαλλία σταματάει η ίδια η βιομηχανία, εν μέρει γιατί αναγκάζεται να υποχωρήσει σ’ όλες τις αγορές μπροστά στον αγγλικό συναγωνισμό, που ακριβώς τότε γίνεται ανυπόφορος, και εν μέρει γιατί σα βιομηχανία πολυτελείας που είναι χτυπιέται κατά προτίμηση από κάθε σταμάτημα των εργασιών. Έτσι, εκτός από τις γενικές κρίσεις, η Γαλλία περνάει στις δικές της εθνικές εμπορικές κρίσεις, που όμως προκαλούνται και καθορίζονται πολύ περισσότερο από τη γενική κατάσταση της παγκόσμιας αγοράς, παρά από τοπικές γαλλικές επιδράσεις. Δε θα ήταν δίχως ενδιαφέρον αν αντιπαραθέταμε στην προκατάληψη του γάλλου αστού την κρίση του άγγλου αστού. Ένας από τους μεγαλύτερους οίκους του Λίβερπουλ γράφει στον ετήσιο εμπορικό απολογισμό του για το 1851: «Λίγες χρονιές διαψεύσανε περισσότερο από τη χρονιά που πέρασε τις προβλέψεις που είχαν γίνει στην αρχή. Αντί για τη μεγάλη άνθιση, που σχεδόν ομόφωνα προβλέπαμε, η χρονιά αυτή αποδείχτηκε μια από τις πιο απογοητευτικές χρονιές, που έχουν σημειωθεί στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Αυτό, φυσικά, ισχύει μόνο για τις εμπορικές και όχι για τις βιομηχανικές τάξεις. Και όμως υπήρχαν βέβαια λόγοι για να καταλήξουμε απ’ την αρχή του χρόνου σ’ αντίθετα συμπεράσματα. Τα αποθέματα σε εμπορεύματα ήταν σποραδικά, τα κεφάλαια περίσσευαν, τα τρόφιμα ήταν φτηνά, ένα καλό φθινόπωρο ήταν εξασφαλισμένο, στην ευρωπαϊκή ήπειρο επικρατούσε αδιατάραχτη ειρήνη και δεν είχαμε πολιτικές ή δημοσιονομικές διαταραχές στο εσωτερικό: Πραγματικά, ποτέ τα φτερά του εμπορίου δεν ήταν πιο ελεύθερα… Σε ποια αίτια πρέπει λοιπόν να αποδώσουμε το δυσμενές αυτό αποτέλεσμα; Νομίζουμε πώς πρέπει να το αποδώσουμε στο υπερεμπόριο εισαγωγών και εξαγωγών…Αν οι έμποροί μας δε βάλουν μόνοι τους στενότερα όρια στη δράση τους, τίποτε δε μπορεί να μας κρατά μέσα στην τροχιά μας, εκτός από ένας πανικός κάθε τρία χρόνια» (σ. σ. Παρμένο από το «Εκόνομιστ», 10 του Γενάρη 1852, σελ. 29-30).
Ας φανταστούμε τώρα το γάλλο αστό, πώς μέσα σ’ αυτόν τον εμπορικό πανικό βασανίζεται, ζαλίζεται και θολώνεται το εμπορικά άρρωστο μυαλό του από τις φήμες για πραξικοπήματα και για την επαναφορά του γενικού εκλογικού δικαιώματος, από την πάλη ανάμεσα στο κοινοβούλιο και την εκτελεστική εξουσία, από το αλληλοφάγωμα των ορλεανικών και των νομιμοφρόνων, από τις κομμουνιστικές συνωμοσίες στη νότια Γαλλία, από δήθεν εξεγέρσεις χωρικών (Jaciqueries) στους νομούς του Νιέβρ και του Σερ, από τις διαφημίσεις των διαφόρων υποψηφίων για την προεδρία, από τα αγύρτικα συνθήματα των εφημερίδων, από τις απειλές των δημοκρατικών ότι θα υπερασπίζονταν με το όπλο στο χέρι το Σύνταγμα και το γενικό εκλογικό δικαίωμα, από τα ευαγγελικά κηρύγματα των φυγάδων ηρώων που βρίσκονταν στο εξωτερικό και που ανάγγελναν τη συντέλεια του κόσμου για τη δεύτερη Κυριακή του Μάη 1852 – ας τα φανταστούμε όλα αυτά και θα καταλάβουμε γιατί, μέσα σ’ αυτή την ανείπωτη, θορυβώδικη σύγχυση για συγχώνευση, αναθεώρηση, παράταση. Σύνταγμα, συνωμοσία, συνασπισμό, μετανάστευση, σφετερισμό και επανάσταση, ο αστός φωνάζει δαιμονισμένα στην κοινοβουλευτική του δημοκρατία: «Καλύτερα ένα φριχτό τέλος, παρά μια φρίκη χωρίς τέλος!».
Ο Βοναπάρτης κατάλαβε την κραυγή αυτή. Η ικανότητά του ν’ αντιλαμβάνεται είχε οξυνθεί από την αυξανόμενη βιαιότητα των δανειστών του, που σε κάθε δύση του ήλιου, που έφερνε κοντύτερα τη μέρα της λήξης, τη δεύτερη Κυριακή του Μάη 1852, βλέπανε στην κίνηση των άστρων τη διαμαρτύρηση για τα επίγειά τους γραμμάτια. Είχαν γίνει αληθινοί αστρολόγοι. Η εθνοσυνέλευση είχε σβήσει κάθε ελπίδα του Βοναπάρτη για μια συνταγματική παράταση της εξουσίας του. Η υποψηφιότητα του πρίγκιπα ντε Ζουανβίλ δεν επέτρεπε άλλες ταλαντεύσεις.
Αν ποτέ κάποιο γεγονός έριξε τη σκιά του πολύ πριν από την πραγματοποίησή του, αυτό ήταν το πραξικόπημα του Βοναπάρτη. Από τις 29 κιόλας του Γενάρη 1849, ένα μόλις μήνα ύστερα από την εκλογή του, είχε κάνει κιόλας σχετική πρόταση στον Σανγκαρνιέ. Το καλοκαίρι του 1849 ο ίδιος ο πρωθυπουργός του Οντιλόν Μπαρρό είχε καταγγείλει σκεπασμένα την πολιτική των πραξικοπημάτων. Το ίδιο έκανε ανοιχτά ο Θιέρσος το χειμώνα του 1850. Το Μάη του 1851 ο Περσινύ προσπάθησε και πάλι να κερδίσει τον Σανγκαρνιέ για το πραξικόπημα. Η «Μεσαζέ ντε λ’ Ασαμπλέ» (σ. σ. Μεσαζέ ντε λ’ Ασαμπλέ» (Messager de l’ Assemblee): αντιβοναπαρτική εφημερίδα που έβγαινε το 1851 στο Παρίσι), είχε δημοσιεύσειαυτή τη συνομιλία. Οι βοναπαρτικές εφημερίδες, σε κάθε κοινοβουλευτική θύελλα απειλούσαν μ’ ένα πραξικόπημα και όσο πλησίαζε η κρίση, τόσο δυνατότερος γινότανε ο τόνος της φωνής τους. Στα όργια, που έκανε κάθε νύχτα ο Βοναπάρτης με άνδρες και γυναίκες τυχοδιώκτες, κάθε φορά που ζύγωναν τα μεσάνυχτα και οι άφθονες σπονδές έλυναν τις γλώσσες και άναβαν τις φαντασίες, αποφασιζόταν το πραξικόπημα για την άλλη μέρα το πρωί. Έσερναν τα ξίφη, τσούγκριζαν τα ποτήρια, οι αντιπρόσωποι το έσκαζαν από τα παράθυρα, η αυτοκρατορική πορφύρα κάλυπτε τους ώμους του Βοναπάρτη, ώσπου το επόμενο πρωί έδιωχνε ξανά το φάντασμα και το κατάπληκτο Παρίσι μάθαινε από ελάχιστα επιφυλακτικές εστιάδες και ακριτόμυθους παλαδίνους, (σ. σ. Παλαδίνοι είναι οι 12 ήρωες στο μεσαιωνικό ποίημα του Ρολάνδου. Εδώ έχουν την έννοια των πιστών ιπποτών ή υπηρετών), τον κίνδυνο απ’ τον οποίο είχε ξεφύγει ακόμα μια φορά. Στους μήνες Σεπτέμβρη και Οκτώβρη οι φήμες για ένα πραξικόπημα κυνηγούσαν η μια την άλλη. Η σκια αποκτούσε χρώμα, σαν μια πολύχρωμη δαγκεροτυπία. Αν ξεφυλλίσουμε τις ευρωπαϊκές εφημερίδες του Σεπτέμβρη και του Οκτώβρη θα βρούμε λέξη προς λέξη πληροφορίες σαν τις ακόλουθες: «Το Παρίσι είναι γεμάτο από φήμες για ένα πραξικόπημα. Η πρωτεύουσα, λένε ότι θα γεμίσει τη νύχτα με στρατό και η αυγή θα φέρει διατάγματα για τη διάλυση της εθνοσυνέλευσης, για την κήρυξη του νομού του Σηκουάνα σε κατάσταση πολιορκίας, για την επαναφορά του γενικού εκλογικού δικαιώματος, καθώς και διάγγελμα στο λαό. Ο Βοναπάρτης λένε πώς ψάχνει να βρει υπουργούς για την εκτέλεση των παράνομων αυτών διαταγμάτων». Οι ανταποκρίσεις που αναγράφουν αυτές τις ειδήσεις τελειώνουν πάντοτε με τη μοιραία λέξη «αναβλήθηκε». Το πραξικόπημα ήταν πάντα η έμμονη ιδέα του Βοναπάρτη. Μ’ αυτή την ιδέα είχε ξαναπατήσει το γαλλικό έδαφος. Η ιδέα αυτή τον είχε κυριεύσει σε τέτοιο βαθμό, που την πρόδινε και τη φλυαρούσε ακατάπαυστα. Ήταν τόσο αδύνατος, που το ίδιο ακατάπαυτα την απαρνιότανε. Η σκιά του πραξικοπήματος είχε καταντήσει ένα φάντασμα τόσο οικείο στους παρισινούς, που όταν τέλος φανερώθηκε με σάρκα και οστά δε θέλανε να το πιστέψουν. Δεν ήταν λοιπόν ούτε η συνωμοτική επιφυλακτικότητα του αρχηγού της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη, ούτε ο απροσδόκητος αιφνιδιασμός της εθνοσυνέλευσης που έκαναν να πετύχει το πραξικόπημα. Αν πέτυχε, πέτυχε παρ’ όλη την αθυροστομία του πρώτου και εν γνώσει της δεύτερης, σαν αναγκαία αναπόφευκτη συνέπεια της προγενέστερης εξέλιξης.
Στις 10 του Οκτώβρη ο Βοναπάρτης ανήγγειλε στους υπουργούς του την απόφασή του να επαναφέρει το γενικό εκλογικό δικαίωμά της για την άμεση κινητοποίηση του στρατού, για το σχηματισμό ενός κοινοβουλευτικού στρατού. Αν αναγόρευε έτσι το στρατό σε διαιτητή ανάμεσά της και στο λαό, ανάμεσά της και στο Βοναπάρτη, αν αναγνώριζε το στρατό σαν αποφασιστική κρατική εξουσία, από την άλλη έπρεπε να παραδεχτεί ότι από καιρό είχε παραιτηθεί από την αξίωσή της να κυριαρχεί στο στρατό. Αν, αντί να κινητοποιήσει αμέσως το στρατό, συζητούσε για το δικαίωμα της κινητοποίησής του, πρόδινε ότι αμφέβαλλε για την ίδια τη δική της εξουσία. Με την απόρριψη του νομοσχεδίου για τους κοσμήτορες ομολόγησε δημόσια την αδυναμία της. Το νομοσχέδιο αυτό απορρίφθηκε με μια πλειοψηφία 108 ψήφων, οι ορεινοί έδωσαν έτσι τη λύση. Βρισκόταν η ίδια στη θέση του γαϊδάρου του Μπουριντάν, όχι βέβαια ανάμεσα σε δυο δεμάτια σανό, για να αποφασίσει ποιο από τα δυο είναι πιο ορεκτικό, αλλά ανάμεσα σε δυο ξυλοφορτώματα για να αποφασίσει ποιο από τα δυο είναι πιο σκληρό. Από τη μια μεριά, ο φόβος από τον Σανγκαρνιέ, από την άλλη, ο φόβος από το Βοναπάρτη. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η κατάσταση δεν ήταν καθόλου ηρωική.
Στις 18 του Νοέμβρη υποβλήθηκε μια τροπολογία στο νομοσχέδιο που είχε καταθέσει το κόμμα της τάξεως για τις δημοτικές εκλογές, που έλεγε ότι αντί τρία χρόνια έφτανε οι δημοτικοί εκλογείς να έχουν ένα χρόνο διαμονή στον τόπο που ψήφιζαν. Η τροπολογία απορρίφθηκε με μία μονάχα ψήφο, αποδείχτηκε όμως αμέσως ότι αυτή η ψήφος προερχόταν από κάποιο λάθος. Το κόμμα της τάξεως με το κομμάτιασμά του σε εχθρικές ομάδες, είχε χάσει από καιρό την αυτοτελή κοινοβουλευτική του πλειοψηφία. Έδειχνε τώρα ότι δεν υπήρχε καμιά ανίκανη να πάρει μιαν απόφαση. Τα ατομικά της στοιχεία δε συγκρατιόνταν πια από καμία συνεκτική δύναμη. Είχε καταναλώσει την τελευταία της πνοή. Ήταν νεκρή.
Τέλος, λίγες μέρες πριν από την καταστροφή, η εξωκοινοβουλευτική μάζα της αστικής τάξης έμελλε να επιβεβαιώσει ακόμα μια φορά πανηγυρικά τη ρήξη της με την αστική τάξη μέσα στο κοινοβούλιο. Ο Θιέρσος, ένας κοινοβουλευτικός ήρωας που είχε κατ’ εξοχήν προσβληθεί από την αγιάτρευτη αρρώστια της κοινοβουλευτικής ηλιθιότητας, σκάρωσε ύστερα από το θάνατο του κοινοβουλίου μια καινούργια κοινοβουλευτική μηχανορραφία με το συμβούλιο της επικρατείας, ένα νόμο περί ευθύνης που θα περιόριζε τον πρόεδρο μέσα στα όρια του συντάγματος. Όπως ο Βοναπάρτης στις 15 του Σεπτέμβρη, με την ευκαιρία της κατάθεσης του θεμελίου λίθου της νέας αγοράς του Παρισιού, είχε, σαν νεότερος Μασανιέλο, καταγοητεύει τις μανάβισσες της αγοράς, τις πωλήτριες ψαριών – βέβαια, κάθε μια απ’ αυτές τις πωλήτριες ζύγιζε ίσαμε 17 μπουργκράφους σε πραγματική δύναμη – όπως ύστερα από την κατάθεση του νομοσχεδίου για τους κοσμήτορες ενθουσίασε τους υπολοχαγούς που είχε κεράσει στα Ηλύσια, έτσι και τώρα στις 25 του Νοέμβρη παράσυρε τη βιομηχανική αστική τάξη που είχε συγκεντρωθεί στο ιπποδρόμιο για να πάρει από το χέρι του τα μετάλλια των βραβείων της βιομηχανικής έκθεσης του Λονδίνου. Παραθέτω το πιο χαρακτηριστικό μέρος του λόγου του, όπως τον δημοσίευσε η «Ζουρνάλ ντε Ντεμπά»: «Ύστερα από τόσες ανέλπιστες επιτυχίες, έχω το δικαίωμα να επαναλάβω πόσο μεγάλη θα ήταν η γαλλική δημοκρατία, αν της επιτρεπόταν να ακολουθήσει τα πραγματικά της συμφέροντα και να μεταρρυθμίσει τους θεσμούς της, αντί να αναταράσσεται διαρκώς από τη μια από δημαγωγούς και από την άλλη από μοναρχικές παραισθήσεις (θυελλώδη και επανειλημμένα χειροκροτήματα από όλες τις πλευρές του αμφιθεάτρου). Οι μοναρχικές παραισθήσεις εμποδίζουν κάθε πρόοδο και κάθε σοβαρό βιομηχανικό κλάδο. Αντί για πρόοδο έχουμε αγώνα. Βλέπουμε άνδρες, που πριν ήταν οι πιο δραστήριοι υποστηρικτές της βασιλικής εξουσίας και των βασιλικών προνομίων, να γίνονται οπαδοί μιας συμβατικής μόνο και μόνο για να εξασθενίσουν την εξουσία που έχει ανακύψει από το γενικό εκλογικό δικαίωμα. (Δυνατά και επανειλημμένα χειροκροτήματα). Βλέπουμε άνδρες που υπόφεραν περισσότερο από όλους από την επανάσταση και την ελεεινολόγησαν περισσότερο από όλους, να προκαλούν μια νέα επανάσταση, μόνο και μόνο για να αλυσοδέσουν τη θέληση του έθνους…Σας υπόσχομαι ησυχία για το μέλλον κλπ. κλπ. (Μπράβο, μπράβο, θυελλώδη μπράβο)». Έτσι η βιομηχανική αστική τάξη χειροκροτεί με δουλοπρεπή μπράβο το πραξικόπημα της 2 του Δεκέμβρη, την κατάργηση του κοινοβουλίου, τον αφανισμό της δικής της κυριαρχίας, τη δικτατορία του Βοναπάρτη. Στη βροντή των χειροκροτημάτων της 25 του Νοέμβρη απάντησε η βροντή των κανονιών της 4 του Δεκέμβρη και το σπίτι του κ. Σαλαντρούζ, που είχε χειροκροτήσει και φωνάξει τα περισσότερα μπράβο ήταν εκείνο που χτυπήθηκε από τις περισσότερες κανονιές.
Όταν ο Κρόμβελ διέλυσε το Μακρό κοινοβούλιο, πήγε μονάχος του και στάθηκε στη μέση της αίθουσας των συνεδριάσεών του, έβγαλε από τη τσέπη το ρολόι του για να μη ζήσει ούτε ένα λεπτό πέρα από την προθεσμία που του είχε καθορίσει και έδιωξε κάθε μέλος του με εύθυμες χιουμουριστικές βρισιές. Ο Ναπολέων, κατώτερος από το πρωτότυπό του, πήγε τουλάχιστο στις 18 Μπρυμαίρ στο νομοθετικό σώμα και του διάβασε, αν και με πνιγμένη φωνή, τη θανατική του καταδίκη. Ο δεύτερος Βοναπάρτης, που εξάλλου βρέθηκε να κατέχει μια ολότελα διαφορετική εκτελεστική εξουσία από την εξουσία του Κρόμβελ και του Ναπολέοντα, δεν αναζητούσε το πρωτότυπό του στα χρονικά της παγκόσμιας ιστορίας, αλλά στα χρονικά της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη, στα χρονικά της εγκληματολογικής δικαιοσύνης. Κλέβει από την τράπεζα της Γαλλίας 25 εκατομμύρια φράγκα, εξαγοράζει το στρατηγό Μανιάν με ένα εκατομμύριο, τους στρατιώτες με δεκαπέντε φράγκα και με ρακί στον καθένα, ανταμώνεται σαν κλέφτης στα κρυφά με τους συνενόχους τους τη νύχτα, διατάζει να διαρρήξουν τα σπίτια των πιο επικίνδυνων κοινοβουλευτικών ηγετών και ν’ αρπάξουν απ’ τα κρεβάτια τους τον Καβαινιάκ, τον Λαμορισιέρ, τον Λεφλώ, τον Σανγκαρνιέ, τον Σαρρά, τον Θιέρσο, τον Μπαζ κλπ, διατάζει να καταλάβουν στρατιωτικά τις κυριότερες πλατείες του Παρισιού και το κτίριο του κοινοβουλίου και να τοιχοκολλήσουν νωρίς το πρωί σ’ όλους τους τοίχους κατεργάρικες αγγελίες που γνωστοποιούσαν τη διάλυση της εθνοσυνέλευσης και του συμβουλίου της επικρατείας, την επαναφορά του γενικού εκλογικού δικαιώματος και την κήρυξη του νομού του Σηκουάνα σε κατάσταση πολιορκίας. Με τον ίδιο τρόπο, καταχωρήθηκε λίγο αργότερα στη «Μονιτέρ» ένα πλαστό έγγραφο, πώς τάχα σημαίνοντες κοινοβουλευτικοί παράγοντες συγκεντρώθηκαν γύρω του σε ένα κρατικό συμβουλευτικό σώμα.
Το κολοβό κοινοβούλιο που συγκεντρώθηκε στο δημαρχείο του δεκάτου διαμερίσματος του Παρισιού και που το αποτελούσαν κυρίως νομιμόφρονες και ορλεανικοί, αποφασίζει την καθαίρεση του Βοναπάρτη φωνάζοντας επανειλημμένα: «Ζήτω η δημοκρατία!», προσφωνεί του κάκου το πλήθος που έχασκε μπροστά στο κτίριο της δημαρχίας και σέρνεται στο τέλος με συνοδεία από αφρικανούς ακροβολιστές, πρώτα στους στρατώνες του ντ’ Ορσαί και έπειτα στιβάζεται σε κλούβες και μεταφέρεται στις φυλακές του Μαζά, του Χαμ και της Βενσέν. Αυτό το τέλος είχαν το κόμμα της τάξεως, η νομοθετική συνέλευση και η επανάσταση του Φλεβάρη. Πριν φτάσουμε σ’ ένα συμπέρασμα, ας κάνουμε ένα σύντομο σχεδιάγραμμα της ιστορίας τους.
Ι. Πρώτη περίοδος. Από τις 24 του Φλεβάρη ως τις 4 του Μάη 1848. Περίοδος του Φλεβάρη. Πρόλογος. Απάτη της γενικής συναδέλφωσης.
ΙΙ. Δεύτερη περίοδος. Περίοδος διαμόρφωσης της δημοκρατίας και της συντακτικής εθνοσυνέλευσης.
1. Από τις 4 του Μάη ως τις 25 του Ιούνη 1848. Πάλη όλων των τάξεων ενάντια στο προλεταριάτο. Ήττα του προλεταριάτου στις μέρες του Ιούνη.
2. Από τις 25 του Ιούνη ως τις 10 του Δεκέμβρη 1848. Δικτατορία των πούρων αστών δημοκρατών. Επεξεργασία του συντάγματος. Κήρυξη του Παρισιού σε κατάσταση πολιορκίας. Η αστική δικτατορία παραμερίζεται στις 10 του Δεκέμβρη με την εκλογή του Βοναπάρτη στην προεδρία.
3. Από τις 20 του Δεκέμβρη 1848 ως τις 28 του Μάη 1849. Αγώνας της συντακτικής συνέλευσης ενάντια στο Βοναπάρτη και στο κόμμα της τάξεως, που συμμαχούσε μαζί του. Τέλος της συντακτικής. Πτώση της δημοκρατικής αστικής τάξης.
ΙΙΙ. Τρίτη περίοδος. Περίοδος της συνταγματικής δημοκρατίας και της νομοθετικής εθνοσυνέλευσης.
1. Από τις 28 του Μάη 1849 ως τις 13 του Ιούνη 1849. Πάλη των μικροαστών ενάντια στην αστική τάξη και το Βοναπάρτη. Ήττα της μικροαστικής δημοκρατίας.
2. Από τις 13 του Ιούνη 1849 ως τις 31 του Μάη 1850. Κοινοβουλευτική δικτατορία του κόμματος της τάξεως. Ολοκληρώνει την κυριαρχία του με την κατάργηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος, χάνει όμως την κοινοβουλευτική κυβέρνηση.
3. Από τις 31 του Μάη 1850 ως τις 2 του Δεκέμβρη 1851. Π¨αλη ανάμεσα στην κοινοβουλευτική αστική τάξη και το Βοναπάρτη.
α) Από τις 31 του Μάη 1850 ως τις 12 του Γενάρη 1851. Το κοινοβούλιο χάνει την ανώτατη διοίκηση του στρατού.
β) Από τις 12 του Γενάρη ως της 11 του Απρίλη 1851. Το κοινοβούλιο νικιέται στις προσπάθειές του να ξαναποκτήσει τη διοικητική εξουσία. Το κόμμα της τάξεως χάνει την ανεξάρτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Συνασπίζεται με τους δημοκρατικούς και τους ορεινούς.
γ) Από τις 11 του Απρίλη 1851 ως τις 9 του Οκτώβρη 1851. Προσπάθειες για αναθεώρηση, συγχώνευση, παράταση. Το κόμμα της τάξεως διαλύεται στα ξεχωριστά συστατικά του στοιχεία. Σταθεροποιείται η ρήξη ανάμεσα στην αστική μάζα από τη μια και στο αστικό κοινοβούλιο και τον Τύπο από την άλλη.
δ) Από τις 9 του Οκτώβρη ως τις 2 του Δεκέμβρη 1851. Ανοιχτή ρήξη ανάμεσα στο κοινοβούλιο και την εκτελεστική εξουσία. Το κοινοβούλιο εκτελεί την πράξη του θανάτου του και υποκύπτει, εγκαταλειμμένο από την ίδια του την τάξη, από το στρατό και απ’ όλες τις άλλες τάξεις. Τέλος του κοινοβουλευτικού καθεστώτος και της αστικής κυριαρχίας. Νίκη του Βοναπάρτη. Παρωδία αυτοκρατορικής παλινόρθωσης.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Σχόλια