ΑΔΟΛΦΟΣ ΧΙΤΛΕΡ
Ο Αδόλφος
Χίτλερ αποκαλούμενος με την προσωνυμία Φύρερ (δηλαδή ηγέτης), ήταν Γερμανός
πολιτικός αυστριακής καταγωγής, ηγέτης του Εργατικού Εθνικοσοσιαλιστικού
Κόμματος (NSDAP) και δικτάτορας της Ναζιστικής Γερμανίας. Από το 1933 έως το
1945 διετέλεσε Καγκελάριος της Γερμανίας και από το 1934 έως το 1945 αρχηγός
του γερμανικού κράτους, του Τρίτου Ράιχ.
Γεννήθηκε το
1889 στο Μπράουναου αμ Ιν, ένα γραφικό χωριουδάκι της Αυστρίας στα σύνορα με τη
Γερμανία. Στα πρώτα νεανικά του χρόνια τα έζησε στη Βιέννη όπου, σύμφωνα με
ορισμένες πηγές, η ζωή του εκεί ήταν μισοαλήτικη. Ο ίδιος περιγράφει τα χρόνια
εκείνα ως χρόνια της απόλυτης ένδειας. «Ακόμα και σήμερα το όνομά της -γράφει
αναφερόμενος στη Βιέννη- ξυπνά μέσα μου την πικρή θύμηση πέντε
χρόνων εξαθλίωσης. Πέντε χρόνια που, για να ζήσω, έκανα στην αρχή τον εργάτη,
μετά το ζωγράφο και που δεν μπορούσα παρ' όλα αυτά να χορτάσω τη χρόνια πείνα
μου». Ο John Lukacs, όμως, δίνει μια διαφορετική εικόνα για τη ζωή του
Χίτλερ στη Βιέννη. «Οι έρευνες των ιστορικών -γράφει ο Lukacs- έχουν αποδείξει ότι διέθετε μερικά χρήματα
και ότι σπανίως υπέφερε από πείνα».
Εν πάση
περιπτώσει τα χρόνια στη Βιέννη φαίνεται ότι τον σφράγισαν και, όπως ο ίδιος
γράφει, αποτέλεσαν γι' αυτόν το πιο σκληρό και το πιο διδακτικό σχολείο της
ζωής του, αφού στη Βιέννη διαμόρφωσε τις απόψεις του για τους Εβραίους, τους
σοσιαλδημοκράτες, το μαρξισμό και το κοινωνικό ζήτημα.
Από τη
Βιέννη ο Χίτλερ έφυγε τελειωτικά την άνοιξη του 1912 και πήγε στο Μόναχο.
Στο Μόναχο έζησε περίπου την
ίδια ζωή που είχε ζήσει στη Βιέννη, μέχρι που ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος,
οπότε και κατατάχτηκε εθελοντής στο στρατό. Πολέμησε στο μέτωπο, τραυματίστηκε
δύο φορές και άλλες δύο παρασημοφορήθηκε με τον πολεμικό σταυρό, αλλά ποτέ δεν
προήχθη πάνω από το βαθμό του δεκανέα. Με τη λήξη του πολέμου, παρέμεινε στο
στρατό μέχρι τον Απρίλιο του 1920, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Στο διάστημα
αυτό, από το τέλος, δηλαδή, του πολέμου και έως τη συνταξιοδότησή του, η
στρατιωτική υπηρεσία που ασκούσε ήταν αυτή του ειδικού πολιτικού παρατηρητή των
νέων εθνικιστικών ομάδων που δημιουργούνταν και οι οποίες αποτέλεσαν τα φύτρα
του γερμανικού φασισμού. Τις ομάδες αυτές τις παρακολουθούσε και συνέτασσε
εκθέσεις για τη δράση και τις ιδέες τους. «Μ' αυτή την ιδιότητά του, το
Σεπτέμβρη του 1919, ήρθε κοντά στο εθνικιστικό κόμμα DAP (σ.σ. Deutsche
Aibeiter Partei = Γερμανικό Εργατικό Κόμμα) κι έγινε μέλος του.
Ο Χίτλερ
πήρε πολύ γρήγορα τον έλεγχο του DAP στα χέρια του και κατάφερε μάλιστα να το
αναμορφώσει ουσιαστικά, φτιάχνοντας, τον Αύγουστο του 1921, με τη βοήθεια του
λοχαγού Ρεμ το NSDAP (Nationalsozialistische Deutsche Aibeiter Partei=
Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα), στο οποίο συνενώνονταν τρεις
φασιστικές ομάδες: Το DAP, το Γερμανικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό
Γερμανικό Κόμμα. Το NSDAP λεγόταν εν συντομία «Ναζιστικό κόμμα» και τα μέλη του
«Ναζί» από τα αρχικά NS της πρώτης λέξης της ονομασίας του.
Έως το 1930,
το ναζιστικό κόμμα ήταν ένα πολύ μικρό κόμμα, την εξέλιξη του οποίου δεν
μπορούσε εύκολα κανείς να φανταστεί. Η σύντομη ιστορία του τη δεκαετία του '20
έδειχνε αντίθετη πορεία απ' αυτήν που τελικά επιτεύχθηκε, ιδιαίτερα μάλιστα αν
ληφθεί υπόψη ότι το Νοέμβρη του 1923 οι Ναζί επιχείρησαν να ανατρέψουν την
κυβέρνηση της Βαυαρίας με το διαβόητο «πραξικόπημα της Μπιραρίας», τη διαδήλωση
δηλαδή περίπου δύο χιλιάδων ακροδεξιών, τον έλεγχο των οποίων ο Χίτλερ κατάφερε
να αποκτήσει σε μία από τις μεγαλύτερες μπιραρίες του Μονάχου. Το «πραξικόπημα»
εκείνο στοίχισε στον Χίτλερ μια καταδίκη σε φυλάκιση 5 ετών με ανασταλτικό
δικαίωμα για τα 4 απ' αυτά.
Τη στροφή
προς το ναζισμό θα την κάνουν ουσιαστικά οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες της Γερμανίας
με την εμφάνιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929 - 1933, που όξυνε
στο έπακρο τις κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις όχι μόνο διεθνώς, αλλά και μέσα
στη χώρα. Στο διάστημα της κρίσης, η ανεργία αυξήθηκε κατακόρυφα και από 1,3
εκατομμύρια που ήταν οι άνεργοι στα τέλη του 1929 έφτασαν τα 3 εκατομμύρια ένα
χρόνο αργότερα και τα 6 εκατομμύρια στα τέλη του 1932. Ταυτόχρονα, η
βιομηχανική παραγωγή σε σύγκριση με το 1913, στα μέσα του 1932 υποχώρησε κατά
46,7%. Μια σειρά τράπεζες, όπως η Ντανάτ Μπανκ, η τράπεζα της Δρέσδης κ.ά.,
χρεοκοπούν και το ίδιο συνέβη με 68 χιλιάδες επιχειρήσεις, ενώ δεκάδες χιλιάδες
μικροεπιχειρήσεις και τράπεζες απορροφήθηκαν από τα μεγάλα μονοπωλιακά βιομηχανικά
και τραπεζικά συγκροτήματα. Πέραν, όμως, όλων αυτών, η κρίση είχε ως αποτέλεσμα
την ενίσχυση της θέσης μιας επαναστατικής προοπτικής για λογαριασμό των εργαζομένων
της Γερμανίας. Ήταν άλλωστε νωπές οι μνήμες από την επανάσταση των σπαρτακιστών.
Έτσι οι οικονομικά ισχυροί της γερμανικής κοινωνίας άρχισαν να αναζητούν
τρόπους, για να προλάβουν το «κακό» που τους περίμενε πριν να είναι αργά. Ο
Χίτλερ και το κόμμα του όλο και περισσότερο αναδεικνύονταν ως μοναδική διέξοδος
του καθεστώτος.
Οφείλουμε, πάντως, να σημειώσουμε ότι η γερμανική τάξη των οικονομικά
ισχυρών ή τουλάχιστον οι πιο ευφυείς εκπρόσωποί της είχαν δει πολύ έγκαιρα, από
τον Απρίλη του 1927, τη «χρησιμότητα» των ναζιστών. Ήταν τότε που ο Χίτλερ
συναντήθηκε στη βίλα του Κρουπ στην Εσση με 400 επιχειρηματίες του Ρουρ, οι
οποίοι, με την πράξη τους αυτή, δήλωναν την υποστήριξή τους στο ναζιστικό κόμμα
και άρχισαν να το χρηματοδοτούν. Αργότερα, βέβαια, οι σχέσεις των ναζιστών και πανίσχυρων
οικονομικών συμφερόντων της χώρας έγιναν περισσότερο ουσιαστικές και φυσικά
πολύ θερμές.
Τον Οκτώβρη
του 1931, οι μεγιστάνες του γερμανικού κεφαλαίου Τίσεν, Κρουπ, Φλικ,
Χούγκενμπερκ, ο πρώην πρόεδρος της αυτοκρατορικής τράπεζας Γ. Σαχτ, οι Γερμανοί
πρίγκιπες, ο εκπρόσωπος της ράιχσβερ στρατηγός Χ. Σεκτ συγκρότησαν το λεγόμενο
μέτωπο του Χάρτσμπουργκ, που ήταν ένας συνασπισμός των φασιστών με τους
μονοπωλητές, τους στρατηγούς και τους Γιούνκερς. Στα μέσα Δεκεμβρίου του 1931 η
αριστοκρατία της Ανατολικής Πρωσίας ζήτησε από τον πρόεδρο της χώρας, στρατάρχη
Χίντεμπουργκ, να διορίσει καγκελάριο τον Χίτλερ . Παρόμοια πρόταση έκαναν τον
Νοέμβρη του 1932 17 μεγάλοι βιομήχανοι και τραπεζίτες της χώρας. Στην κίνησή
τους αυτή φαίνεται ότι έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο τα αποτελέσματα των
βουλευτικών εκλογών της 6ης Νοέμβρη 1932, όπου το ναζιστικό κόμμα έχασε 2
εκατομμύρια ψήφους. Στις 4 Ιανουαρίου του 1933, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ
στην Κολωνία, πραγματοποιήθηκε μια πολύ ενδιαφέρουσα σύσκεψη, όπου πήραν μέρος
ο οικοδεσπότης, προσωπικότητες των μεγάλων μονοπωλίων σαν τους Φέγκλερ,
Κίρντορφ, Τίσεν καθώς και πολιτικοί εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου όπως οι
Πάπεν και Χούγκενμπεργκ. Στη σύσκεψη αποφασίστηκε η ανάδειξη του Χίτλερ στη θέση
του καγκελαρίου της Γερμανίας. Επρόκειτο για μια γενική πολιτική κατεύθυνση,
που άναβε το «πράσινο φως» στο αρχηγό των Ναζί, στο δρόμο του για την εξουσία.
Τα επιμέρους όμως προβλήματα που συνδέονταν με αυτή την εξέλιξη - όπως, για
παράδειγμα, η σύναψη κυβερνητικής συμμαχίας ανάμεσα στους Ναζί και τους
Εθνικιστές, η σύνθεση της κυβέρνησης, αλλά και η απαίτηση των χιτλερικών για
διάλυση της Βουλής και προκήρυξη νέων εκλογών- αφέθηκε να τα λύσουν μέσα από
διαπραγματεύσεις οι βασικοί πολιτικοί εκπρόσωποι της γερμανικής εξουσίας.
Οι
πιθανότητες να πήγαινε κάτι στραβά δεν μπορούσαν να αποκλειστούν, αν και προς
το τέλος αυτής της πορείας ο Χίτλερ δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως τίποτα
δε θα του έφραζε το δρόμο. Στις 28 Ιανουαρίου, ο Γιόζεφ Γκέμπελς έγραψε στο
ημερολόγιό του: «Τώρα, δεν απομένει παρά να δοθεί η εντολή στον Φίρερ. Παρά το γεγονός
ότι δεν υπάρχει άλλη λύση από αυτήν, όλοι μας αποφεύγουμε να χαρούμε
προκαταβολικά. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι μπορεί να γίνει μέχρι την
τελευταία στιγμή... Το ευχάριστο πάντως είναι ότι ο Φίρερ δε δείχνει να
ανησυχεί καθόλου. Ίσως γιατί έχει πειστεί ότι δεν υπάρχει πλέον ''μέση λύση''.
Γνωρίζει πολύ καλά ότι όταν τον καλέσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα είναι
μόνο και μόνο για να του αναθέσει το σχηματισμό κυβερνήσεως». Ο
μαραθώνιος των παρασκηνιακών διαβουλεύσεων έμελλε να ολοκληρωθεί την επομένη,
29 Ιανουαρίου. «Ο Φίρερ -έγραφε ο Γκέμπελς- είναι πνιγμένος στις
διαπραγματεύσεις. Έγραψα ένα άρθρο με τίτλο ''Επιτέλους, καθαρό τραπέζι''. Το
απόγευμα, ενώ πίναμε τον καφέ μας με τον Φίρερ, ήρθε ξαφνικά ο Γκέρινγκ και μας
ανήγγειλε ότι όλα έχουν τελειώσει. Αύριο θα αναλάβει καγκελάριος ο Φίρερ!».
Αυτός ήταν ο
άνθρωπος που έμελλε να πάρει στα χέρια του την πολιτική τύχη της Γερμανίας και
να την οδηγήσει, λίγα χρόνια αργότερα, στην καταστροφή μέσα από έναν παγκόσμιο
πόλεμο, το δεύτερο στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Επίσης ξεκάθαροι είναι και αυτοί
που τον στήριξαν οικονομικά και ακόμη πιο ξεκάθαροι οι λόγοι που έγινε αυτό.
Σχόλια