Η 18η ΜΠΡΥΜΑΙΡ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ (15) ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
15ον ΜΕΡΟΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ-
(Συνέχεια από το προηγούμενο)
Η βιομηχανία και το εμπόριο, δηλ. οι υποθέσεις της μεσαίας τάξης, πρέπει να ανθίσουν σαν μέσα σε θερμοκήπιο κάτω από την ισχυρή κυβέρνηση. Γι’ αυτό έχουμε την έκδοση πλήθους εκχωρήσεων για σιδηροδρομικές γραμμές. Πρέπει όμως να πλουτίσει και το ίδιο το βοναπαρτικό κουρελοπρολεταριάτο. Γι’ αυτό έχουμε στο χρηματιστήριο το κερδοσκοπικό παιχνίδι με τις σιδηροδρομικές εκχωρήσεις από τους μυημένους από τα πριν σ’ αυτές. Μα δεν παρουσιάζονται πουθενά κεφάλαια για την κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών. Υποχρεώνεται λοιπόν η τράπεζα να δανείζει χρήματα για την αγορά μετοχών των σιδηροδρομικών εταιριών. Μα ταυτόχρονα θέλουν να εκμεταλλευθούν προσωπικά την τράπεζα και γι’ αυτό την καλοπιάνουν. Απαλλάσσουν λοιπόν την τράπεζα από την υποχρέωση να δημοσιεύει την εβδομαδιαία κατάστασή της. Συμφωνία λέοντος της τράπεζας με την κυβέρνηση. Πρέπει να εξασφαλιστεί εργασία στο λαό. Διατάζονται λοιπόν δημόσια έργα. Μα τα δημόσια έργα αυξάνουν τις φορολογικές υποχρεώσεις του λαού. Ελάττωση λοιπόν των φόρων πλήττοντας εισοδηματίες, με τη μετατροπή των ομολογιών των 5% σε ομολογίες των 4½%. Πρέπει όμως ξανά να δοθεί και στις μεσαίες τάξεις κάποιο κοκαλάκι. Διπλασίασμα λοιπόν του φόρου στο κρασί για τον κοσμάκη που το αγοράζει λιανικά και ελάττωση του φόρου στο μισό για τη μεσαία τάξη που το πίνει χονδρικά. Διάλυση των πραγματικών εργατικών οργανώσεων, υποσχέσεις όμως για μελλοντικά θαύματα οργάνωσης. Πρέπει να βοηθηθούν οι αγρότες. Ιδρύουν λοιπόν υποθηκικές τράπεζες που επισπεύδουν την καταχρέωσή τους και επιταχύνουν τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας. Οι τράπεζες αυτές όμως πρέπει να χρησιμοποιηθούν για ν’ αποσπάσουν χρήματα από τα δημευμένα χτήματα του οίκου της Ορλεάνης. Επειδή όμως κανένας κεφαλαιούχος δε θέλει να δεχτεί αυτό τον όρο που δεν περιλαμβάνεται στα διατάγματα. Η υποθηκική τράπεζα παραμένει ένα απλό διάταγμα κλπ., κλπ.
Ο Βοναπάρτης θα ήθελε να φαίνεται ο πατριαρχικός ευεργέτης όλων των τάξεων. Δεν μπορεί όμως να δόση τίποτα στη μια, αν δεν πάρει από την άλλη. Όπως στην εποχή της Φροντ λέγανε για το δούκα ντε Γκιζ ότι ήταν ο πιο υποχρεωτικός άνθρωπος της Γαλλίας, γιατί είχε μετατρέψει όλα τα χτήματά του σε υποχρεώσεις των οπαδών του απέναντί του, έτσι ήθελε και ο Βοναπάρτης να είναι ο πιο υποχρεωτικός άνθρωπος της Γαλλίας και να μετατρέψει όλη την περιουσία, όλη την εργασία της Γαλλίας σε μια προσωπική υποχρέωση απέναντί του. Θα ήθελε να κλέψει ολόκληρη τη Γαλλία για να μπορέσει να αγοράσει ξανά τη Γαλλία με γαλλικό χρήμα, γιατί σαν αρχηγός της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη που είναι, πρέπει ν’ αγοράζει εκείνο που πρόκειται να του ανήκει,. Και όλοι οι κρατικοί θεσμοί, η γερουσία, το συμβούλιο της επικρατείας, το νομοθετικό σώμα, η λεγεώνα της τιμής, το στρατιωτικό μετάλλιο, τα πλυντήρια, τα δημόσια έργα, οι σιδηρόδρομοι, το γενικό επιτελείο της εθνοφυλακής που είχε μείνει χωρίς στρατιώτες και τα δημευμένα κτήματα του οίκου της Ορλεάνης – όλα χρησιμοποιούνται για να μπορεί ν’ αγοράζει. Κάθε θέση στο στρατό και στην κυβερνητική μηχανή γίνεται μέσο εξαγοράς. Το σπουδαιότερο όμως σ’ αυτή την επιχείρηση, όπου παίρνουν από τη Γαλλία για να της ξαναδίνουν, είναι τα ποσοστά που, μέσα στα πάρε δώσε, πέφτουν στις τσέπες του αρχηγού και των μελών της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη. Η ευφυολογία, με την οποία η κόμισσα Λ., η ερωμένη του κ. ντε Μορνύ, χαρακτήρισε τη δήμευση των κτημάτων του οίκου της Ορλεάνης: “c’ est le premier vol de l’ aigle” (σ. σ. Vol στα γαλλικά σημαίνει πτήση και κλπή. (Σημείωση του Κ. Μαρξ). Τη φράση αυτή επομένως θα τη μεταφράζαμε ελληνικά έτσι: «Είναι το πρώτο πέταγμα (κλοπή) του αετού») εφαρμόζεται σε όλες τις πτήσεις αυτού του αετού που είναι περισσότερο κοράκι παρά αετός. Ο ίδιος και οι οπαδοί του επαναλαμβάνουν κάθε μέρα εκείνο που ο ιταλός καρτουσιανός καλόγηρος έλεγε στο φιλάργυρο, που απαριθμούσε καυχησιάρικα το βιός του, που θα του έφτανε για χρόνια να ξεκοκαλίζει: “tu fai conto sopra I beni, bisogna prima far il copra gli anni”. (σ. σ. «Λογαριάζεις τα αγαθά σου, θα έπρεπε πιο μπροστά να λογάριαζες τα χρόνια σου».) Για να μη χάσουν το λογαριασμό στα χρόνια, μετράνε με τα λεπτά της ώρας. Στην αυλή, στα υπουργεία, στην κορυφή της διοίκησης και του στρατού στριμώχνεται ένας εσμός από υποκείμενα, που για τον καλύτερο απ’ αυτούς μπορείς να πεις ότι δεν ξέρει από πού βαστάει η σκούφια του, ένας θορυβώδικος, κακοφημισμένος, αρπαχτικός συρφετός από μποέμ, που χώνεται στις στολές με τα γαλόνια με την ίδια χονδροειδή μεγαλοπρέπεια όπως και οι μεγάλοι αξιωματούχοι του Σουλούκ. Μπορεί να αποκτήσει κανείς μια παραστατική εικόνα γι’ αυτό το ανώτερο στρώμα της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη, αν αναλογιστεί ότι ηθικολόγος της είναι ο Βερόν – Κρεβέλ (σ. σ. Ο Μπαλζάκ στο έργο του “Cousine Bette” ζωγραφίζει στο πρόσωπο του Κρεβέλ, που τον περιέγραψε έχοντας για πρότυπο τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας “Constilionel” δόκτορα Βερόν τον πέρα για πέρα έκλυτο παρισινό φιλισταίο. (Σημείωση του Κ. Μαρξ)”. Και στοχαστής της ο Γκρανιέ ντε Κασανιάκ. Όταν ο Γκιζό, τον καιρό της πρωθυπουργίας του, χρησιμοποιούσε αυτόν τον Γκρανιέ σε μια σκοτεινή εφημερίδα ενάντια στη δυναστική αντιπολίτευση, συνήθιζε να τον επαινεί με την παρακάτω αποστροφή: “c’ est le roi des droles”, «είναι ο βασιλιάς των γελοίων». Θα είχαμε άδικο αν θυμούμαστε την αντιβασιλεία του Λουδοβίκου XV όταν βλέπουμε την αυλή και την κλίκα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Γιατί «η Γαλλία γνώρισε ως τώρα αρκετές κυβερνήσεις από μαιτρέσσες, μα ποτέ ακόμα μια κυβέρνηση από nommes entretenus”. (σ. σ. Λόγια της κυρίας Ζιραρντέν. (Σημείωση του Κ. Μαρξ). Hommes entretenus σημαίνει: αγαπητικοί).
Κυνηγημένος από τις αντιφατικές απαιτήσεις της κατάστασής του και ταυτόχρονα, αναγκασμένος σαν ταχυδακτυλουργός να κρατάει τα μάτια του κοινού καρφωμένα πάνω του, σαν αναπληρωτής του Ναπολέοντα, με συνεχείς εκπλήξεις, κάνοντας δηλ. κάθε μέρα και ένα πραξικόπημα σε μικρογραφία, ο Βοναπάρτης αναστατώνει ολόκληρη την αστική οικονομία, βάζει χέρι σε όλα όσα στην επανάσταση του 1848 φαίνονταν απαραβίαστα, κάνει άλλους να υπομένουν την επανάσταση και άλλους να επιθυμούν την επανάσταση και δημιουργεί την αναρχία στο όνομα της τάξης, ενώ ταυτόχρονα αφαιρεί απ’ όλη την κυβερνητική μηχανή το φωτοστέφανο, τη βεβηλώνει και την κάνει απαίσια και γελοία μαζί. Η λατρεία του αγίου χιτώνα του Τριερ (σ. σ. Ένα «ιερό» λείψανο που το 1844 το εκθέσανε σε προσκύνημα οι αντιδραστικοί καθολικοί παπάδες στο μητροπολιτικό ναό του Τριερ) επαναλαμβάνεται στο Παρίσι με τη μορφή της λατρείας του ναπολεόντειου αυτοκρατορικού μανδύα: Όταν όμως ο αυτοκρατορικός μανδύας καλύψει επιτέλους τους ώμους του Λουδοβίκου Βοναπάρτη θα γκρεμιστεί από το ύψος της στήλης της Βαντόμ ο ορειχάλκινος ανδριάντας του Ναπολέοντα.
Γράφτηκε από τον Καρλ Μαρξ στο χρονικό διάστημα από το Δεκέμβρη 1851 ως το Μάρτη 1852. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Die Revolution”, Νέα Υόρκη 1852
Μια δεύτερη αναθεωρημένη και διορθωμένη έκδοση του Μαρξ βγήκε σε βιβλιαράκι στο Αμβούργο το 1869.
Σύμφωνα με το κείμενο της δεύτερης έκδοσης και παίρνοντας υπόψη την Τρίτη έκδοση που βγήκε το 1885.
ΤΕΛΟΣ
15ον ΜΕΡΟΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ-
(Συνέχεια από το προηγούμενο)
Η βιομηχανία και το εμπόριο, δηλ. οι υποθέσεις της μεσαίας τάξης, πρέπει να ανθίσουν σαν μέσα σε θερμοκήπιο κάτω από την ισχυρή κυβέρνηση. Γι’ αυτό έχουμε την έκδοση πλήθους εκχωρήσεων για σιδηροδρομικές γραμμές. Πρέπει όμως να πλουτίσει και το ίδιο το βοναπαρτικό κουρελοπρολεταριάτο. Γι’ αυτό έχουμε στο χρηματιστήριο το κερδοσκοπικό παιχνίδι με τις σιδηροδρομικές εκχωρήσεις από τους μυημένους από τα πριν σ’ αυτές. Μα δεν παρουσιάζονται πουθενά κεφάλαια για την κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών. Υποχρεώνεται λοιπόν η τράπεζα να δανείζει χρήματα για την αγορά μετοχών των σιδηροδρομικών εταιριών. Μα ταυτόχρονα θέλουν να εκμεταλλευθούν προσωπικά την τράπεζα και γι’ αυτό την καλοπιάνουν. Απαλλάσσουν λοιπόν την τράπεζα από την υποχρέωση να δημοσιεύει την εβδομαδιαία κατάστασή της. Συμφωνία λέοντος της τράπεζας με την κυβέρνηση. Πρέπει να εξασφαλιστεί εργασία στο λαό. Διατάζονται λοιπόν δημόσια έργα. Μα τα δημόσια έργα αυξάνουν τις φορολογικές υποχρεώσεις του λαού. Ελάττωση λοιπόν των φόρων πλήττοντας εισοδηματίες, με τη μετατροπή των ομολογιών των 5% σε ομολογίες των 4½%. Πρέπει όμως ξανά να δοθεί και στις μεσαίες τάξεις κάποιο κοκαλάκι. Διπλασίασμα λοιπόν του φόρου στο κρασί για τον κοσμάκη που το αγοράζει λιανικά και ελάττωση του φόρου στο μισό για τη μεσαία τάξη που το πίνει χονδρικά. Διάλυση των πραγματικών εργατικών οργανώσεων, υποσχέσεις όμως για μελλοντικά θαύματα οργάνωσης. Πρέπει να βοηθηθούν οι αγρότες. Ιδρύουν λοιπόν υποθηκικές τράπεζες που επισπεύδουν την καταχρέωσή τους και επιταχύνουν τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας. Οι τράπεζες αυτές όμως πρέπει να χρησιμοποιηθούν για ν’ αποσπάσουν χρήματα από τα δημευμένα χτήματα του οίκου της Ορλεάνης. Επειδή όμως κανένας κεφαλαιούχος δε θέλει να δεχτεί αυτό τον όρο που δεν περιλαμβάνεται στα διατάγματα. Η υποθηκική τράπεζα παραμένει ένα απλό διάταγμα κλπ., κλπ.
Ο Βοναπάρτης θα ήθελε να φαίνεται ο πατριαρχικός ευεργέτης όλων των τάξεων. Δεν μπορεί όμως να δόση τίποτα στη μια, αν δεν πάρει από την άλλη. Όπως στην εποχή της Φροντ λέγανε για το δούκα ντε Γκιζ ότι ήταν ο πιο υποχρεωτικός άνθρωπος της Γαλλίας, γιατί είχε μετατρέψει όλα τα χτήματά του σε υποχρεώσεις των οπαδών του απέναντί του, έτσι ήθελε και ο Βοναπάρτης να είναι ο πιο υποχρεωτικός άνθρωπος της Γαλλίας και να μετατρέψει όλη την περιουσία, όλη την εργασία της Γαλλίας σε μια προσωπική υποχρέωση απέναντί του. Θα ήθελε να κλέψει ολόκληρη τη Γαλλία για να μπορέσει να αγοράσει ξανά τη Γαλλία με γαλλικό χρήμα, γιατί σαν αρχηγός της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη που είναι, πρέπει ν’ αγοράζει εκείνο που πρόκειται να του ανήκει,. Και όλοι οι κρατικοί θεσμοί, η γερουσία, το συμβούλιο της επικρατείας, το νομοθετικό σώμα, η λεγεώνα της τιμής, το στρατιωτικό μετάλλιο, τα πλυντήρια, τα δημόσια έργα, οι σιδηρόδρομοι, το γενικό επιτελείο της εθνοφυλακής που είχε μείνει χωρίς στρατιώτες και τα δημευμένα κτήματα του οίκου της Ορλεάνης – όλα χρησιμοποιούνται για να μπορεί ν’ αγοράζει. Κάθε θέση στο στρατό και στην κυβερνητική μηχανή γίνεται μέσο εξαγοράς. Το σπουδαιότερο όμως σ’ αυτή την επιχείρηση, όπου παίρνουν από τη Γαλλία για να της ξαναδίνουν, είναι τα ποσοστά που, μέσα στα πάρε δώσε, πέφτουν στις τσέπες του αρχηγού και των μελών της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη. Η ευφυολογία, με την οποία η κόμισσα Λ., η ερωμένη του κ. ντε Μορνύ, χαρακτήρισε τη δήμευση των κτημάτων του οίκου της Ορλεάνης: “c’ est le premier vol de l’ aigle” (σ. σ. Vol στα γαλλικά σημαίνει πτήση και κλπή. (Σημείωση του Κ. Μαρξ). Τη φράση αυτή επομένως θα τη μεταφράζαμε ελληνικά έτσι: «Είναι το πρώτο πέταγμα (κλοπή) του αετού») εφαρμόζεται σε όλες τις πτήσεις αυτού του αετού που είναι περισσότερο κοράκι παρά αετός. Ο ίδιος και οι οπαδοί του επαναλαμβάνουν κάθε μέρα εκείνο που ο ιταλός καρτουσιανός καλόγηρος έλεγε στο φιλάργυρο, που απαριθμούσε καυχησιάρικα το βιός του, που θα του έφτανε για χρόνια να ξεκοκαλίζει: “tu fai conto sopra I beni, bisogna prima far il copra gli anni”. (σ. σ. «Λογαριάζεις τα αγαθά σου, θα έπρεπε πιο μπροστά να λογάριαζες τα χρόνια σου».) Για να μη χάσουν το λογαριασμό στα χρόνια, μετράνε με τα λεπτά της ώρας. Στην αυλή, στα υπουργεία, στην κορυφή της διοίκησης και του στρατού στριμώχνεται ένας εσμός από υποκείμενα, που για τον καλύτερο απ’ αυτούς μπορείς να πεις ότι δεν ξέρει από πού βαστάει η σκούφια του, ένας θορυβώδικος, κακοφημισμένος, αρπαχτικός συρφετός από μποέμ, που χώνεται στις στολές με τα γαλόνια με την ίδια χονδροειδή μεγαλοπρέπεια όπως και οι μεγάλοι αξιωματούχοι του Σουλούκ. Μπορεί να αποκτήσει κανείς μια παραστατική εικόνα γι’ αυτό το ανώτερο στρώμα της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη, αν αναλογιστεί ότι ηθικολόγος της είναι ο Βερόν – Κρεβέλ (σ. σ. Ο Μπαλζάκ στο έργο του “Cousine Bette” ζωγραφίζει στο πρόσωπο του Κρεβέλ, που τον περιέγραψε έχοντας για πρότυπο τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας “Constilionel” δόκτορα Βερόν τον πέρα για πέρα έκλυτο παρισινό φιλισταίο. (Σημείωση του Κ. Μαρξ)”. Και στοχαστής της ο Γκρανιέ ντε Κασανιάκ. Όταν ο Γκιζό, τον καιρό της πρωθυπουργίας του, χρησιμοποιούσε αυτόν τον Γκρανιέ σε μια σκοτεινή εφημερίδα ενάντια στη δυναστική αντιπολίτευση, συνήθιζε να τον επαινεί με την παρακάτω αποστροφή: “c’ est le roi des droles”, «είναι ο βασιλιάς των γελοίων». Θα είχαμε άδικο αν θυμούμαστε την αντιβασιλεία του Λουδοβίκου XV όταν βλέπουμε την αυλή και την κλίκα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Γιατί «η Γαλλία γνώρισε ως τώρα αρκετές κυβερνήσεις από μαιτρέσσες, μα ποτέ ακόμα μια κυβέρνηση από nommes entretenus”. (σ. σ. Λόγια της κυρίας Ζιραρντέν. (Σημείωση του Κ. Μαρξ). Hommes entretenus σημαίνει: αγαπητικοί).
Κυνηγημένος από τις αντιφατικές απαιτήσεις της κατάστασής του και ταυτόχρονα, αναγκασμένος σαν ταχυδακτυλουργός να κρατάει τα μάτια του κοινού καρφωμένα πάνω του, σαν αναπληρωτής του Ναπολέοντα, με συνεχείς εκπλήξεις, κάνοντας δηλ. κάθε μέρα και ένα πραξικόπημα σε μικρογραφία, ο Βοναπάρτης αναστατώνει ολόκληρη την αστική οικονομία, βάζει χέρι σε όλα όσα στην επανάσταση του 1848 φαίνονταν απαραβίαστα, κάνει άλλους να υπομένουν την επανάσταση και άλλους να επιθυμούν την επανάσταση και δημιουργεί την αναρχία στο όνομα της τάξης, ενώ ταυτόχρονα αφαιρεί απ’ όλη την κυβερνητική μηχανή το φωτοστέφανο, τη βεβηλώνει και την κάνει απαίσια και γελοία μαζί. Η λατρεία του αγίου χιτώνα του Τριερ (σ. σ. Ένα «ιερό» λείψανο που το 1844 το εκθέσανε σε προσκύνημα οι αντιδραστικοί καθολικοί παπάδες στο μητροπολιτικό ναό του Τριερ) επαναλαμβάνεται στο Παρίσι με τη μορφή της λατρείας του ναπολεόντειου αυτοκρατορικού μανδύα: Όταν όμως ο αυτοκρατορικός μανδύας καλύψει επιτέλους τους ώμους του Λουδοβίκου Βοναπάρτη θα γκρεμιστεί από το ύψος της στήλης της Βαντόμ ο ορειχάλκινος ανδριάντας του Ναπολέοντα.
Γράφτηκε από τον Καρλ Μαρξ στο χρονικό διάστημα από το Δεκέμβρη 1851 ως το Μάρτη 1852. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Die Revolution”, Νέα Υόρκη 1852
Μια δεύτερη αναθεωρημένη και διορθωμένη έκδοση του Μαρξ βγήκε σε βιβλιαράκι στο Αμβούργο το 1869.
Σύμφωνα με το κείμενο της δεύτερης έκδοσης και παίρνοντας υπόψη την Τρίτη έκδοση που βγήκε το 1885.
ΤΕΛΟΣ
Σχόλια