Η 18η ΜΠΡΥΜΑΙΡ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ (10)
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
10ον ΜΕΡΟΣ
(Συνέχεια από το προηγούμενο)
Αποδιώχνοντας το στρατό που στο πρόσωπο του Σανγκαρνιέ είχε μπει στη διάθεση του κόμματος της τάξεως και παραδίνοντάς τον έτσι αμετάκλητα στον πρόεδρο, το κόμμα της τάξεως δηλώνει ότι η αστική τάξη είχε χάσει από δω και μπρος την ικανότητα να κυβερνάει. Δεν υπήρχε πια κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Χάνοντας ακόμα την εξουσία πάνω στο στρατό και την εθνοφυλακή, τι άλλη δύναμη του έμενε για να υπερασπίσει ταυτόχρονα την εξουσία του κοινοβουλίου που τη σφετερίστηκε από το λαό ενάντια στο λαό και τη δική του συνταγματική εξουσία ενάντια στον πρόεδρο; Καμιά. Δεν του έμενε παρά η έκκληση σε ανίσχυρες αρχές, που τις είχε το ίδιο πάντα ερμηνεύσει σα γενικούς κανόνες που τους υπαγορεύει κανείς στους άλλους για να μπορεί ο ίδιος να κινείται με ακόμα περισσότερη ελευθερία. Με την απόλυση του Σανγκαρνιέ, με την υπαγωγή της στρατιωτικής δύναμης στο Βοναπάρτη κλείνει το πρώτο μέρος της περιόδου που εξετάζουμε, της περιόδου της πάλης ανάμεσα στο κόμμα της τάξεως και στην εκτελεστική εξουσία. Ο πόλεμος ανάμεσα στις δυο εξουσίες, έχει τώρα κηρυχτεί ανοιχτά, διεξάγεται ανοιχτά, αλλά μόνον αφού το κόμμα της τάξεως έχασε τα όπλα και τους στρατιώτες. Δίχως κυβέρνηση, δίχως λαό, δίχως κοινή γνώμη, μη όντας πια μετά τον εκλογικό νόμο της 31 του Μάη ο εκπρόσωπος του κυρίαρχου έθνους, δίχως μάτια, δίχως αυτιά, δίχως δόντια, δίχως τίποτε, η εθνοσυνέλευση είχε μετατραπεί σιγά – σιγά σ’ ένα κοινοβούλιο της παλιάς Γαλλίας, που είναι υποχρεωμένο ν’ αφήνει κάθε δράση στην κυβέρνηση και να ικανοποιείται το ίδιο με γκρινιάρικες διαμαρτυρίες κατόπιν εορτής.
Το κόμμα της τάξεως υποδέχεται τη νέα κυβέρνηση με μια θύελλα αγανάκτησης. Ο στρατηγός Μπεντώ ξαναθυμίζει την επιείκεια που είχε δείξει η μόνιμη επιτροπή κατά τις διακοπές και την υπερβολική της λεπτότητα που την είχε κάνει να παραιτηθεί από τη δημοσίευση των πρακτικών της. Ο υπουργός των εσωτερικών επιμένει λοιπόν ο ίδιος να δημοσιευθούν αυτά τα πρακτικά, που έγιναν, τώρα, φυσικά, άνοστα σαν στεκούμενο νερό, δεν αποκαλύπτουν κανένα καινούργιο γεγονός και πέφτουν στο βαριεστημένο κοινό δίχως να προξενούν την παραμικρή εντύπωση. Ύστερα από πρόταση του Ρεμυζά, η εθνοσυνέλευση αποσύρεται στις επιτροπές της και διορίζει μια «επιτροπή εξαιρετικών μέτρων». Το Παρίσι δε βγαίνει από την τροχιά των καθημερινών του ασχολιών, τόσο μάλιστα που τη στιγμή εκείνη το εμπόριο είναι ανθηρό, οι βιομηχανίες εργάζονται, οι τιμές των δημητριακών είναι χαμηλές, τα τρόφιμα είναι άφθονα και τα ταμιευτήρια δέχονται κάθε μέρα καινούργιες καταθέσεις. Τα «εξαιρετικά μέτρα», που είχε προαναγγείλει με τόσο θόρυβο το κοινοβούλιο, εξανεμίζονται στις 18 του Γενάρη με μια ψηφοφορία δυσπιστίας προς τους υπουργούς, δίχως να αναφερθεί καν το όνομα του στρατηγού Σανγκαρνιέ. Το κόμμα της τάξεως αναγκάστηκε να διατυπώσει με τέτοιο τρόπο την πρότασή του για να εξασφαλίσει τις ψήφους των δημοκρατικών, επειδή απ’ όλα τα μέτρα της κυβέρνησης εκείνο που επιδοκίμαζαν οι δημοκρατικοί ήταν ακριβώς η απόλυση του Σανγκαρνιέ, ενώ το κόμμα της τάξεως δε μπορεί στην πραγματικότητα να κατακρίνει τις άλλες πράξεις της κυβέρνησης που τις είχε υπαγορεύσει το ίδιο.
Η καταψήφιση της κυβέρνησης στις 18 του Γενάρη έγινε με 415 ψήφους ενάντια σε 286. Πραγματοποιήθηκε λοιπόν μόνο χάρη σε ένα συνασπισμό των δηλωμένων νομιμοφρόνων και ορλεανικών, των πούρων δημοκρατών και των ορεινών. Έτσι αποδείχτηκε ότι το κόμμα της τάξεως είχε χάσει στις συγκρούσεις με το Βοναπάρτη όχι μόνο την κυβέρνηση, όχι μόνο το στρατό, αλλά και την ανεξάρτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία του, ότι ένα πλήθος αντιπρόσωποι είχαν λιποτακτήσει από το στρατόπεδό του, είτε από φανατισμό για συμφιλίωση, είτε από φόβο μπροστά στην πάλη, είτε από κούραση, είτε από οικογενειακή λεπτότητα για τις κρατικές απολαβές των εξ αίματος συγγενών, είτε από κερδοσκοπία γύρω στις υπουργικές θέσεις που θ’ άδειαζαν (Οντιλόν Μπαρρό), είτε από τον ταπεινό εγωισμό που κάνει πάντα τον κοινό αστό να είναι έτοιμος να θυσιάσει το γενικό συμφέρον της τάξης του σε τούτο ή σε εκείνο το προσωπικό συμφέρον. Οι βοναπαρτικοί αντιπρόσωποι ανήκαν εξ αρχής στο κόμμα της τάξεως μόνο για την πάλη ενάντια στην επανάσταση. Ο αρχηγός του καθολικού κόμματος, ο Μονταλαμπέρ, έριχνε από τότε κιόλας την επιρροή του στην πλάστιγγα του Βοναπάρτη, επειδή αμφέβαλλε για τη βιωσιμότητα του κοινοβουλευτικού κόμματος. Τέλος, οι αρχηγοί αυτού του κόμματος, ο Θιέρσος και ο Μπερρυέ, ο ορλεανικός και ο νομιμόφρων, ήταν αναγκασμένοι να αυτοκηρύσσονται ανοιχτά δημοκρατικοί, να ομολογούν ότι αν η καρδιά τους ήταν βασιλική, το κεφάλι τους όμως ήταν δημοκρατικό, ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν η μόνη δυνατή μορφή κυριαρχίας του συνόλου της αστικής τάξης. Ήταν έτσι αναγκασμένοι να στιγματίζουν, στα μάτια της ίδιας της αστικής τάξης, σαν μια μηχανορραφία τόσο επικίνδυνη, όσο και επιπόλαιη, τα σχέδια για παλινόρθωση που εξακολουθούσαν να επιδιώκουν ακούραστα πίσω από τις πλάτες του κοινοβουλίου.
Η καταψήφιση της 18 του Γενάρη έθιγε τους υπουργούς και όχι τον πρόεδρο. Μα το Σανγκαρνιέ τον είχε απολύσει ο πρόεδρος και όχι η κυβέρνηση. Μήπως θα έπρεπε το κόμμα της τάξεως να θέσει υπό κατηγορία τον ίδιο το Βοναπάρτη; Για τους παλινορθωτικούς του πόθους; Μα αυτοί οι πόθοι συμπλήρωναν απλώς τους πόθους του κόμματος της τάξεως. Για τη συνωμοσία του στις στρατιωτικές παρελάσεις και στην εταιρία της 10 του Δεκέμβρη; Μα από καιρό τώρα είχανε θάψει αυτά τα θέματα κάτω από απλές ημερήσιες διατάξεις. Για την παύση του ήρωα της 29 του Γενάρη και της 13 του Ιούνη, του ανθρώπου που το Μάη του 1850 απειλούσε ότι σε περίπτωση εξέγερσης θα βάλει φωτιά και στις τέσσερις γωνιές του Παρισιού; Μα οι σύμμαχοί του, οι ορεινοί και ο Καβαινιάκ, δεν τους επιτρέψανε και να ανορθώσουν με μια επίσημη έκφραση συλλυπητηρίων τον πεσμένο «προμαχώνα της κοινωνίας». Δεν μπορούσαν να αμφισβητήσουν οι ίδιοι στον πρόεδρο τη συνταγματική αρμοδιότητα να παύει ένα στρατηγό. Χαλούσαν τον κόσμο γιατί ο πρόεδρος έκανε αντικοινοβουλευτική χρήση του συνταγματικού του δικαιώματος. Μήπως όμως οι ίδιοι δεν έκαναν διαρκώς αντισυνταγματική χρήση των κοινοβουλευτικών τους προνομίων και ιδιαίτερα όταν καταργούσαν το γενικό εκλογικό δικαίωμα; Ήτανε λοιπόν αναγκασμένοι να κινούνται ακριβώς μέσα στα κοινοβουλευτικά πλαίσια. Και χρειαζόταν εκείνη η ιδιόμορφη αρρώστια, που από το 1848 λυμαινόταν ολόκληρη την ήπειρο, ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός (ηλιθιότητα) που όσους προσβάλλει τους αιχμαλωτίζει, τους δένει σ’ έναν κόσμο φανταστικό και τους αφαιρεί κάθε αντίληψη, κάθε ανάμνηση και κάθε κατανόηση του σκληρού εξωτερικού κόσμου, χρειαζόταν λοιπόν αυτός ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός για να θεωρούν ακόμα για νίκες τις κοινοβουλευτικές τους νίκες και για να νομίζουν ότι πετυχαίνουν τον πρόεδρο όταν χτυπούν τους υπουργούς του, αφού είχαν καταστρέψει με τα ίδια τους τα χέρια όλους τους όρους της κοινοβουλευτικής εξουσίας και αφού ήταν αναγκασμένοι να την καταστρέψουν στην πάλη τους ενάντια στις άλλες τάξεις. Έτσι του δίνανε μονάχα την ευκαιρία να ταπεινώσει ξανά την εθνοσυνέλευση μπρος στα μάτια του έθνους. Στις 20 του Γενάρη η «Μονιτέρ» ανάγγειλε πως έγινε δεκτή η απόλυση ολόκληρης της κυβέρνησης. Με το πρόσχημα ότι κανένα κοινοβουλευτικό κόμμα δε συγκεντρώνει πια την πλειοψηφία, όπως το αποδείχνει η ψηφοφορία της 18 του Γενάρη, αυτός ο καρπός του συνασπισμού ανάμεσα στους ορεινούς και τους βασιλικούς, και περιμένοντας το σχηματισμό μιας νέας πλειοψηφίας, ο Βοναπάρτης διόρισε μια λεγόμενη μεταβατική κυβέρνηση, που κανένα από τα μέλη της δεν ανήκε στο κοινοβούλιο και που όλα ήταν πέρα για πέρα άγνωστα και ασήμαντα υποκείμενα, μια κυβέρνηση από απλούς υπαλλήλους και γραφιάδες. Το κόμμα της τάξεως μπορούσε τώρα να φθείρεται στο παιχνίδι μ’ αυτά τα ανδρείκελα, η εκτελεστική εξουσία δε θεωρούσε πως άξιζε πια τον κόπο να αντιπροσωπεύεται σοβαρά στην εθνοσυνέλευση. Όσο περισσότερο οι υπουργοί του ήταν απλά βουβά πρόσωπα, τόσο πιο φανερά συγκέντρωνε ο Βοναπάρτης στο πρόσωπό του ολόκληρη την εκτελεστική εξουσία και τόσο περισσότερο ελεύθερο πεδίο δράσης είχε για να την εκμεταλλεύεται για τους δικούς του σκοπούς.
Το συνασπισμένο με τους ορεινούς κόμμα της τάξεως εκδικήθηκε απορρίπτοντας την προεδρική επιχορήγηση από 1.800.000 φράγκα, που ο αρχηγός της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη είχε αναγκάσει τους υπουργικούς του υπαλλήλους να προτείνουν. Αυτή τη φορά αποφάσισε μια πλειοψηφία από 102 ψήφους μονάχα. Δηλαδή από τις 18 του Γενάρη το κόμμα της τάξεως έχασε άλλες 27 ψήφους. Η διάλυση του κόμματος της τάξεως προχωρούσε. Και για να μη γελαστεί κανείς ούτε στιγμή για τη σημασία του συνασπισμού του με τους ορεινούς, το κόμμα της τάξεως απαξίωσε ταυτόχρονα και να πάρει απλώς υπόψη του μια πρόταση υπογραμμένη από 189 μέλη των ορεινών για γενική αμνηστία των πολιτικών καταδίκων. Έφτασε η δήλωση του υπουργού των εσωτερικών, κάποιου Βαϊς, ότι η ησυχία που υπάρχει είναι μόνο φαινομενική, ότι στα κρυφά επικρατεί μεγάλος αναβρασμός, ότι στα κρυφά οργανώνονταν να επανεκδοθούν, ότι οι εκθέσεις από τους νομούς ήτανε δυσμενείς, ότι οι φυγάδες της Γενεύης διεύθυναν μέσω της Λυών μια συνωμοσία που επεκτεινόταν σ’ όλη τη νότια Γαλλία, ότι η Γαλλία βρισκόταν στα πρόθυρα μιας βιομηχανικής και εμπορικής κρίσης, ότι οι εργοστασιάρχες του Ρουμπαί είχαν λιγοστέψει τις ώρες εργασίας, ότι οι φυλακισμένοι της Μπελ – Ίλ (σ. σ. νησί στις δυτικές ακτές της Γαλλίας όπου είχαν φυλακιστεί οι επαναστάτες, ύστερα από το 1848) είχαν εξεγερθεί – έφτασε μονάχα να επικαλεστεί ένας κάποιος Βαϊς το κόκκινο φάντασμα, για ν’ απορρίψει το κόμμα της τάξεως, δίχως συζήτηση, μια πρόταση που ασφαλώς θα έδινε τεράστια δημοτικότητα στην εθνοσυνέλευση και θα ξανάριχνε πάλι το Βοναπάρτη στην αγκαλιά της. Αντί να επιτρέψει στην εκτελεστική εξουσία να το εκφοβίσει με την προοπτική καινούργιων ταραχών, θα έπρεπε αντίθετα το κόμμα της τάξεως ν’ αφήσει λίγο ελεύθερο έδαφος στην πάλη των τάξεων, για να βάλει την εκτελεστική εξουσία κάτω από την εξάρτησή του. Αλλά δεν αισθανόταν τον εαυτό του ικανό να παίζει με τη φωτιά.
Στο μεταξύ, η λεγόμενη μεταβατική κυβέρνηση φυτοζώησε ως τα μέσα του Απρίλη. Ο Βοναπάρτης κούραζε και κορόϊδευε την εθνοσυνέλευση με διαρκώς καινούργιους κυβερνητικούς συνδυασμούς. Πότε φαινόταν πώς ήθελε να σχηματίσει μια δημοκρατική κυβέρνηση με το Λαμαρτίνο και τον Μπιγιό πότε μια κοινοβουλευτική με τον αναπόφευγο Οντιλόν Μπαρρό, που το όνομά του δε μπορεί να λείπει κάθε φορά που χρειάζεται ένα κοροΐδο, πότε μια νομιμόφρονη κυβέρνηση με τον Βατιμενίλ και τον Μπενουά ντ’ Αζύ, και πότε μια ορλεανική με τον Μαλβίλ. Και ενώ κρατάει έτσι σε ένταση αντιμέτωπες τις διάφορες ομάδες του κόμματος της τάξεως και τις φοβερίζει όλες με την προοπτική μιας δημοκρατικής κυβέρνησης και με την επαναφορά του γενικού εκλογικού δικαιώματος που θα είχε γίνει τότε αναπότρεπτη, δημιουργεί ταυτόχρονα στην αστική τάξη την πεποίθηση ότι οι ειλικρινείς προσπάθειές του για μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση ναυαγούν εξαιτίας της αδιαλλαξίας των βασιλοφρόνων ομάδων. Η αστική τάξη όμως με τόσο μεγαλύτερο θόρυβο απαιτούσε μια «ισχυρή κυβέρνηση» και εύρισκε τόσο πιο ασυγχώρητο ν’ αφήνεται η Γαλλία «δίχως διοίκηση», όσο περισσότερο φαινόταν ότι πλησίαζε μια γενική εμπορική κρίση, που στρατολογούσε στις πόλεις οπαδούς για το σοσιαλισμό στην ύπαιθρο η καταστροφικά χαμηλή τιμή των δημητριακών. Το εμπόριο χειροτέρευε μέρα με τη μέρα, ο αριθμός των χεριών που έμεναν δίχως απασχόληση αύξαινε αισθητά. Στο Παρίσι 10.000 εργάτες τουλάχιστο ήτανε δίχως ψωμί. Στη Ρουέν, στη Μυλούζη, στη Λυών, στο Ρουμπαί, στο Τουρκουάν, στο Σαιν – Ετιέν, στο Ελμπέφ, κλπ. Είχαν κλείσει αμέτρητα εργοστάσια. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ο Βοναπάρτης μπορούσε να τολμήσει στις 11 του Απρίλη να επαναφέρει την κυβέρνηση της 18 του Γενάρη, με τους κ. κ. Ρουέ, Φουλντ, Μπαρός κλπ., ενισχυμένους με τον κ. Λεόν Φωσέ, που η συντακτική συνέλευση στις τελευταίες μέρες της τον είχε στιγματίσει ομόφωνα (εκτός από τις ψήφους πέντε υπουργών) με ψήφο αποδοκιμασίας γιατί είχε κυκλοφορήσει πλαστά τηλεγραφήματα. Έτσι, η εθνοσυνέλευση είχε κερδίσει στις 18 του Γενάρη μια νίκη ενάντια στην κυβέρνηση, είχε παλέψει τρεις μήνες ενάντια στο Βοναπάρτη, για να μπορέσουν ο Φουλντ και ο Μπαρός να πάρουν στις 11 του Απρίλη τον πουριτανό Φωσέ σαν τρίτο στην κυβερνητική τους συμμαχία.
Το Νοέμβρη του 1849 ο Βοναπάρτης αρκέστηκε σε μια μη κοινοβουλευτική κυβέρνηση, το Γενάρη του 1851 σε μια εξωκοινοβουλευτική κυβέρνηση και στις 11 του Απρίλη ένιωθε τον εαυτό του αρκετά ισχυρό για να σχηματίσει μια αντικοινοβουλευτική κυβέρνηση, που συγκέντρωνε αρμονικά τις ψήφους μη εμπιστοσύνης των δύο συνελεύσεων, της συντακτικής και της νομοθετικής, της δημοκρατικής και της βασιλικής. Η κλίμακα αυτή των κυβερνήσεων ήταν το θερμόμετρο, που μ’ αυτό μπορούσε το κοινοβούλιο να μετράει το πέσιμο της δικής του ζωικής θερμοκρασίας. Στα τέλη του Απρίλη η θερμοκρασία αυτή είχε πέσει τόσο χαμηλά, που ο Περσινύ μπόρεσε, σε μια προσωπική συνάντηση, να ζητήσει από το Σανγκαρνιέ να προσχωρήσει στο στρατόπεδο του προέδρου. Τον διαβεβαίωσε ότι ο Βοναπάρτης θεωρούσε ολότελα εκμηδενισμένη την επιρροή της εθνοσυνέλευσης και είχε κιόλας έτοιμο το διάγγελμα που θα δημοσιευόταν μετά το πραξικόπημα, που το επιδίωκε πάντα μα που αναβλήθηκε ξανά από ένα τυχαίο γεγονός. Ο Σανγκαρνιέ ανακοίνωσε στους αρχηγούς του κόμματος της τάξεως αυτή την θανατική καταδίκη. Ποιος όμως πιστεύει ότι σκοτώνει το τσίμπημα των κοριών; Και το κοινοβούλιο, όσο κι αν ήταν τσακισμένο, διαλυμένο, σαπισμένο μέχρι θανάτου δε μπορούσε να το πάρει απόφαση ότι η μονομαχία του με το γελοίο αρχηγό της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια μονομαχία με έναν κοριό; Ο Βοναπάρτης όμως απάντησε στο κόμμα της τάξεως όπως ο Αγησίλαος στο βασιλιά Άγι: «Σου φαίνομαι μηρμύγκι, μα κάποτε θα γίνω λιοντάρι».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
10ον ΜΕΡΟΣ
(Συνέχεια από το προηγούμενο)
Αποδιώχνοντας το στρατό που στο πρόσωπο του Σανγκαρνιέ είχε μπει στη διάθεση του κόμματος της τάξεως και παραδίνοντάς τον έτσι αμετάκλητα στον πρόεδρο, το κόμμα της τάξεως δηλώνει ότι η αστική τάξη είχε χάσει από δω και μπρος την ικανότητα να κυβερνάει. Δεν υπήρχε πια κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Χάνοντας ακόμα την εξουσία πάνω στο στρατό και την εθνοφυλακή, τι άλλη δύναμη του έμενε για να υπερασπίσει ταυτόχρονα την εξουσία του κοινοβουλίου που τη σφετερίστηκε από το λαό ενάντια στο λαό και τη δική του συνταγματική εξουσία ενάντια στον πρόεδρο; Καμιά. Δεν του έμενε παρά η έκκληση σε ανίσχυρες αρχές, που τις είχε το ίδιο πάντα ερμηνεύσει σα γενικούς κανόνες που τους υπαγορεύει κανείς στους άλλους για να μπορεί ο ίδιος να κινείται με ακόμα περισσότερη ελευθερία. Με την απόλυση του Σανγκαρνιέ, με την υπαγωγή της στρατιωτικής δύναμης στο Βοναπάρτη κλείνει το πρώτο μέρος της περιόδου που εξετάζουμε, της περιόδου της πάλης ανάμεσα στο κόμμα της τάξεως και στην εκτελεστική εξουσία. Ο πόλεμος ανάμεσα στις δυο εξουσίες, έχει τώρα κηρυχτεί ανοιχτά, διεξάγεται ανοιχτά, αλλά μόνον αφού το κόμμα της τάξεως έχασε τα όπλα και τους στρατιώτες. Δίχως κυβέρνηση, δίχως λαό, δίχως κοινή γνώμη, μη όντας πια μετά τον εκλογικό νόμο της 31 του Μάη ο εκπρόσωπος του κυρίαρχου έθνους, δίχως μάτια, δίχως αυτιά, δίχως δόντια, δίχως τίποτε, η εθνοσυνέλευση είχε μετατραπεί σιγά – σιγά σ’ ένα κοινοβούλιο της παλιάς Γαλλίας, που είναι υποχρεωμένο ν’ αφήνει κάθε δράση στην κυβέρνηση και να ικανοποιείται το ίδιο με γκρινιάρικες διαμαρτυρίες κατόπιν εορτής.
Το κόμμα της τάξεως υποδέχεται τη νέα κυβέρνηση με μια θύελλα αγανάκτησης. Ο στρατηγός Μπεντώ ξαναθυμίζει την επιείκεια που είχε δείξει η μόνιμη επιτροπή κατά τις διακοπές και την υπερβολική της λεπτότητα που την είχε κάνει να παραιτηθεί από τη δημοσίευση των πρακτικών της. Ο υπουργός των εσωτερικών επιμένει λοιπόν ο ίδιος να δημοσιευθούν αυτά τα πρακτικά, που έγιναν, τώρα, φυσικά, άνοστα σαν στεκούμενο νερό, δεν αποκαλύπτουν κανένα καινούργιο γεγονός και πέφτουν στο βαριεστημένο κοινό δίχως να προξενούν την παραμικρή εντύπωση. Ύστερα από πρόταση του Ρεμυζά, η εθνοσυνέλευση αποσύρεται στις επιτροπές της και διορίζει μια «επιτροπή εξαιρετικών μέτρων». Το Παρίσι δε βγαίνει από την τροχιά των καθημερινών του ασχολιών, τόσο μάλιστα που τη στιγμή εκείνη το εμπόριο είναι ανθηρό, οι βιομηχανίες εργάζονται, οι τιμές των δημητριακών είναι χαμηλές, τα τρόφιμα είναι άφθονα και τα ταμιευτήρια δέχονται κάθε μέρα καινούργιες καταθέσεις. Τα «εξαιρετικά μέτρα», που είχε προαναγγείλει με τόσο θόρυβο το κοινοβούλιο, εξανεμίζονται στις 18 του Γενάρη με μια ψηφοφορία δυσπιστίας προς τους υπουργούς, δίχως να αναφερθεί καν το όνομα του στρατηγού Σανγκαρνιέ. Το κόμμα της τάξεως αναγκάστηκε να διατυπώσει με τέτοιο τρόπο την πρότασή του για να εξασφαλίσει τις ψήφους των δημοκρατικών, επειδή απ’ όλα τα μέτρα της κυβέρνησης εκείνο που επιδοκίμαζαν οι δημοκρατικοί ήταν ακριβώς η απόλυση του Σανγκαρνιέ, ενώ το κόμμα της τάξεως δε μπορεί στην πραγματικότητα να κατακρίνει τις άλλες πράξεις της κυβέρνησης που τις είχε υπαγορεύσει το ίδιο.
Η καταψήφιση της κυβέρνησης στις 18 του Γενάρη έγινε με 415 ψήφους ενάντια σε 286. Πραγματοποιήθηκε λοιπόν μόνο χάρη σε ένα συνασπισμό των δηλωμένων νομιμοφρόνων και ορλεανικών, των πούρων δημοκρατών και των ορεινών. Έτσι αποδείχτηκε ότι το κόμμα της τάξεως είχε χάσει στις συγκρούσεις με το Βοναπάρτη όχι μόνο την κυβέρνηση, όχι μόνο το στρατό, αλλά και την ανεξάρτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία του, ότι ένα πλήθος αντιπρόσωποι είχαν λιποτακτήσει από το στρατόπεδό του, είτε από φανατισμό για συμφιλίωση, είτε από φόβο μπροστά στην πάλη, είτε από κούραση, είτε από οικογενειακή λεπτότητα για τις κρατικές απολαβές των εξ αίματος συγγενών, είτε από κερδοσκοπία γύρω στις υπουργικές θέσεις που θ’ άδειαζαν (Οντιλόν Μπαρρό), είτε από τον ταπεινό εγωισμό που κάνει πάντα τον κοινό αστό να είναι έτοιμος να θυσιάσει το γενικό συμφέρον της τάξης του σε τούτο ή σε εκείνο το προσωπικό συμφέρον. Οι βοναπαρτικοί αντιπρόσωποι ανήκαν εξ αρχής στο κόμμα της τάξεως μόνο για την πάλη ενάντια στην επανάσταση. Ο αρχηγός του καθολικού κόμματος, ο Μονταλαμπέρ, έριχνε από τότε κιόλας την επιρροή του στην πλάστιγγα του Βοναπάρτη, επειδή αμφέβαλλε για τη βιωσιμότητα του κοινοβουλευτικού κόμματος. Τέλος, οι αρχηγοί αυτού του κόμματος, ο Θιέρσος και ο Μπερρυέ, ο ορλεανικός και ο νομιμόφρων, ήταν αναγκασμένοι να αυτοκηρύσσονται ανοιχτά δημοκρατικοί, να ομολογούν ότι αν η καρδιά τους ήταν βασιλική, το κεφάλι τους όμως ήταν δημοκρατικό, ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν η μόνη δυνατή μορφή κυριαρχίας του συνόλου της αστικής τάξης. Ήταν έτσι αναγκασμένοι να στιγματίζουν, στα μάτια της ίδιας της αστικής τάξης, σαν μια μηχανορραφία τόσο επικίνδυνη, όσο και επιπόλαιη, τα σχέδια για παλινόρθωση που εξακολουθούσαν να επιδιώκουν ακούραστα πίσω από τις πλάτες του κοινοβουλίου.
Η καταψήφιση της 18 του Γενάρη έθιγε τους υπουργούς και όχι τον πρόεδρο. Μα το Σανγκαρνιέ τον είχε απολύσει ο πρόεδρος και όχι η κυβέρνηση. Μήπως θα έπρεπε το κόμμα της τάξεως να θέσει υπό κατηγορία τον ίδιο το Βοναπάρτη; Για τους παλινορθωτικούς του πόθους; Μα αυτοί οι πόθοι συμπλήρωναν απλώς τους πόθους του κόμματος της τάξεως. Για τη συνωμοσία του στις στρατιωτικές παρελάσεις και στην εταιρία της 10 του Δεκέμβρη; Μα από καιρό τώρα είχανε θάψει αυτά τα θέματα κάτω από απλές ημερήσιες διατάξεις. Για την παύση του ήρωα της 29 του Γενάρη και της 13 του Ιούνη, του ανθρώπου που το Μάη του 1850 απειλούσε ότι σε περίπτωση εξέγερσης θα βάλει φωτιά και στις τέσσερις γωνιές του Παρισιού; Μα οι σύμμαχοί του, οι ορεινοί και ο Καβαινιάκ, δεν τους επιτρέψανε και να ανορθώσουν με μια επίσημη έκφραση συλλυπητηρίων τον πεσμένο «προμαχώνα της κοινωνίας». Δεν μπορούσαν να αμφισβητήσουν οι ίδιοι στον πρόεδρο τη συνταγματική αρμοδιότητα να παύει ένα στρατηγό. Χαλούσαν τον κόσμο γιατί ο πρόεδρος έκανε αντικοινοβουλευτική χρήση του συνταγματικού του δικαιώματος. Μήπως όμως οι ίδιοι δεν έκαναν διαρκώς αντισυνταγματική χρήση των κοινοβουλευτικών τους προνομίων και ιδιαίτερα όταν καταργούσαν το γενικό εκλογικό δικαίωμα; Ήτανε λοιπόν αναγκασμένοι να κινούνται ακριβώς μέσα στα κοινοβουλευτικά πλαίσια. Και χρειαζόταν εκείνη η ιδιόμορφη αρρώστια, που από το 1848 λυμαινόταν ολόκληρη την ήπειρο, ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός (ηλιθιότητα) που όσους προσβάλλει τους αιχμαλωτίζει, τους δένει σ’ έναν κόσμο φανταστικό και τους αφαιρεί κάθε αντίληψη, κάθε ανάμνηση και κάθε κατανόηση του σκληρού εξωτερικού κόσμου, χρειαζόταν λοιπόν αυτός ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός για να θεωρούν ακόμα για νίκες τις κοινοβουλευτικές τους νίκες και για να νομίζουν ότι πετυχαίνουν τον πρόεδρο όταν χτυπούν τους υπουργούς του, αφού είχαν καταστρέψει με τα ίδια τους τα χέρια όλους τους όρους της κοινοβουλευτικής εξουσίας και αφού ήταν αναγκασμένοι να την καταστρέψουν στην πάλη τους ενάντια στις άλλες τάξεις. Έτσι του δίνανε μονάχα την ευκαιρία να ταπεινώσει ξανά την εθνοσυνέλευση μπρος στα μάτια του έθνους. Στις 20 του Γενάρη η «Μονιτέρ» ανάγγειλε πως έγινε δεκτή η απόλυση ολόκληρης της κυβέρνησης. Με το πρόσχημα ότι κανένα κοινοβουλευτικό κόμμα δε συγκεντρώνει πια την πλειοψηφία, όπως το αποδείχνει η ψηφοφορία της 18 του Γενάρη, αυτός ο καρπός του συνασπισμού ανάμεσα στους ορεινούς και τους βασιλικούς, και περιμένοντας το σχηματισμό μιας νέας πλειοψηφίας, ο Βοναπάρτης διόρισε μια λεγόμενη μεταβατική κυβέρνηση, που κανένα από τα μέλη της δεν ανήκε στο κοινοβούλιο και που όλα ήταν πέρα για πέρα άγνωστα και ασήμαντα υποκείμενα, μια κυβέρνηση από απλούς υπαλλήλους και γραφιάδες. Το κόμμα της τάξεως μπορούσε τώρα να φθείρεται στο παιχνίδι μ’ αυτά τα ανδρείκελα, η εκτελεστική εξουσία δε θεωρούσε πως άξιζε πια τον κόπο να αντιπροσωπεύεται σοβαρά στην εθνοσυνέλευση. Όσο περισσότερο οι υπουργοί του ήταν απλά βουβά πρόσωπα, τόσο πιο φανερά συγκέντρωνε ο Βοναπάρτης στο πρόσωπό του ολόκληρη την εκτελεστική εξουσία και τόσο περισσότερο ελεύθερο πεδίο δράσης είχε για να την εκμεταλλεύεται για τους δικούς του σκοπούς.
Το συνασπισμένο με τους ορεινούς κόμμα της τάξεως εκδικήθηκε απορρίπτοντας την προεδρική επιχορήγηση από 1.800.000 φράγκα, που ο αρχηγός της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη είχε αναγκάσει τους υπουργικούς του υπαλλήλους να προτείνουν. Αυτή τη φορά αποφάσισε μια πλειοψηφία από 102 ψήφους μονάχα. Δηλαδή από τις 18 του Γενάρη το κόμμα της τάξεως έχασε άλλες 27 ψήφους. Η διάλυση του κόμματος της τάξεως προχωρούσε. Και για να μη γελαστεί κανείς ούτε στιγμή για τη σημασία του συνασπισμού του με τους ορεινούς, το κόμμα της τάξεως απαξίωσε ταυτόχρονα και να πάρει απλώς υπόψη του μια πρόταση υπογραμμένη από 189 μέλη των ορεινών για γενική αμνηστία των πολιτικών καταδίκων. Έφτασε η δήλωση του υπουργού των εσωτερικών, κάποιου Βαϊς, ότι η ησυχία που υπάρχει είναι μόνο φαινομενική, ότι στα κρυφά επικρατεί μεγάλος αναβρασμός, ότι στα κρυφά οργανώνονταν να επανεκδοθούν, ότι οι εκθέσεις από τους νομούς ήτανε δυσμενείς, ότι οι φυγάδες της Γενεύης διεύθυναν μέσω της Λυών μια συνωμοσία που επεκτεινόταν σ’ όλη τη νότια Γαλλία, ότι η Γαλλία βρισκόταν στα πρόθυρα μιας βιομηχανικής και εμπορικής κρίσης, ότι οι εργοστασιάρχες του Ρουμπαί είχαν λιγοστέψει τις ώρες εργασίας, ότι οι φυλακισμένοι της Μπελ – Ίλ (σ. σ. νησί στις δυτικές ακτές της Γαλλίας όπου είχαν φυλακιστεί οι επαναστάτες, ύστερα από το 1848) είχαν εξεγερθεί – έφτασε μονάχα να επικαλεστεί ένας κάποιος Βαϊς το κόκκινο φάντασμα, για ν’ απορρίψει το κόμμα της τάξεως, δίχως συζήτηση, μια πρόταση που ασφαλώς θα έδινε τεράστια δημοτικότητα στην εθνοσυνέλευση και θα ξανάριχνε πάλι το Βοναπάρτη στην αγκαλιά της. Αντί να επιτρέψει στην εκτελεστική εξουσία να το εκφοβίσει με την προοπτική καινούργιων ταραχών, θα έπρεπε αντίθετα το κόμμα της τάξεως ν’ αφήσει λίγο ελεύθερο έδαφος στην πάλη των τάξεων, για να βάλει την εκτελεστική εξουσία κάτω από την εξάρτησή του. Αλλά δεν αισθανόταν τον εαυτό του ικανό να παίζει με τη φωτιά.
Στο μεταξύ, η λεγόμενη μεταβατική κυβέρνηση φυτοζώησε ως τα μέσα του Απρίλη. Ο Βοναπάρτης κούραζε και κορόϊδευε την εθνοσυνέλευση με διαρκώς καινούργιους κυβερνητικούς συνδυασμούς. Πότε φαινόταν πώς ήθελε να σχηματίσει μια δημοκρατική κυβέρνηση με το Λαμαρτίνο και τον Μπιγιό πότε μια κοινοβουλευτική με τον αναπόφευγο Οντιλόν Μπαρρό, που το όνομά του δε μπορεί να λείπει κάθε φορά που χρειάζεται ένα κοροΐδο, πότε μια νομιμόφρονη κυβέρνηση με τον Βατιμενίλ και τον Μπενουά ντ’ Αζύ, και πότε μια ορλεανική με τον Μαλβίλ. Και ενώ κρατάει έτσι σε ένταση αντιμέτωπες τις διάφορες ομάδες του κόμματος της τάξεως και τις φοβερίζει όλες με την προοπτική μιας δημοκρατικής κυβέρνησης και με την επαναφορά του γενικού εκλογικού δικαιώματος που θα είχε γίνει τότε αναπότρεπτη, δημιουργεί ταυτόχρονα στην αστική τάξη την πεποίθηση ότι οι ειλικρινείς προσπάθειές του για μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση ναυαγούν εξαιτίας της αδιαλλαξίας των βασιλοφρόνων ομάδων. Η αστική τάξη όμως με τόσο μεγαλύτερο θόρυβο απαιτούσε μια «ισχυρή κυβέρνηση» και εύρισκε τόσο πιο ασυγχώρητο ν’ αφήνεται η Γαλλία «δίχως διοίκηση», όσο περισσότερο φαινόταν ότι πλησίαζε μια γενική εμπορική κρίση, που στρατολογούσε στις πόλεις οπαδούς για το σοσιαλισμό στην ύπαιθρο η καταστροφικά χαμηλή τιμή των δημητριακών. Το εμπόριο χειροτέρευε μέρα με τη μέρα, ο αριθμός των χεριών που έμεναν δίχως απασχόληση αύξαινε αισθητά. Στο Παρίσι 10.000 εργάτες τουλάχιστο ήτανε δίχως ψωμί. Στη Ρουέν, στη Μυλούζη, στη Λυών, στο Ρουμπαί, στο Τουρκουάν, στο Σαιν – Ετιέν, στο Ελμπέφ, κλπ. Είχαν κλείσει αμέτρητα εργοστάσια. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ο Βοναπάρτης μπορούσε να τολμήσει στις 11 του Απρίλη να επαναφέρει την κυβέρνηση της 18 του Γενάρη, με τους κ. κ. Ρουέ, Φουλντ, Μπαρός κλπ., ενισχυμένους με τον κ. Λεόν Φωσέ, που η συντακτική συνέλευση στις τελευταίες μέρες της τον είχε στιγματίσει ομόφωνα (εκτός από τις ψήφους πέντε υπουργών) με ψήφο αποδοκιμασίας γιατί είχε κυκλοφορήσει πλαστά τηλεγραφήματα. Έτσι, η εθνοσυνέλευση είχε κερδίσει στις 18 του Γενάρη μια νίκη ενάντια στην κυβέρνηση, είχε παλέψει τρεις μήνες ενάντια στο Βοναπάρτη, για να μπορέσουν ο Φουλντ και ο Μπαρός να πάρουν στις 11 του Απρίλη τον πουριτανό Φωσέ σαν τρίτο στην κυβερνητική τους συμμαχία.
Το Νοέμβρη του 1849 ο Βοναπάρτης αρκέστηκε σε μια μη κοινοβουλευτική κυβέρνηση, το Γενάρη του 1851 σε μια εξωκοινοβουλευτική κυβέρνηση και στις 11 του Απρίλη ένιωθε τον εαυτό του αρκετά ισχυρό για να σχηματίσει μια αντικοινοβουλευτική κυβέρνηση, που συγκέντρωνε αρμονικά τις ψήφους μη εμπιστοσύνης των δύο συνελεύσεων, της συντακτικής και της νομοθετικής, της δημοκρατικής και της βασιλικής. Η κλίμακα αυτή των κυβερνήσεων ήταν το θερμόμετρο, που μ’ αυτό μπορούσε το κοινοβούλιο να μετράει το πέσιμο της δικής του ζωικής θερμοκρασίας. Στα τέλη του Απρίλη η θερμοκρασία αυτή είχε πέσει τόσο χαμηλά, που ο Περσινύ μπόρεσε, σε μια προσωπική συνάντηση, να ζητήσει από το Σανγκαρνιέ να προσχωρήσει στο στρατόπεδο του προέδρου. Τον διαβεβαίωσε ότι ο Βοναπάρτης θεωρούσε ολότελα εκμηδενισμένη την επιρροή της εθνοσυνέλευσης και είχε κιόλας έτοιμο το διάγγελμα που θα δημοσιευόταν μετά το πραξικόπημα, που το επιδίωκε πάντα μα που αναβλήθηκε ξανά από ένα τυχαίο γεγονός. Ο Σανγκαρνιέ ανακοίνωσε στους αρχηγούς του κόμματος της τάξεως αυτή την θανατική καταδίκη. Ποιος όμως πιστεύει ότι σκοτώνει το τσίμπημα των κοριών; Και το κοινοβούλιο, όσο κι αν ήταν τσακισμένο, διαλυμένο, σαπισμένο μέχρι θανάτου δε μπορούσε να το πάρει απόφαση ότι η μονομαχία του με το γελοίο αρχηγό της εταιρίας της 10 του Δεκέμβρη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια μονομαχία με έναν κοριό; Ο Βοναπάρτης όμως απάντησε στο κόμμα της τάξεως όπως ο Αγησίλαος στο βασιλιά Άγι: «Σου φαίνομαι μηρμύγκι, μα κάποτε θα γίνω λιοντάρι».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Σχόλια