Η 18η ΜΠΡΥΜΑΙΡ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ (11)

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
11ον ΜΕΡΟΣ
(Συνέχεια από το προηγούμενο)


VI
Ο συνασπισμός με τους ορεινούς και με τους πούρους δημοκράτες στον οποίο το κόμμα της τάξεως καταδικάστηκε να καταφύγει μέσα στις μάταιες προσπάθειές του να διατηρήσει την κατοχή της στρατιωτικής εξουσίας και να ξαναποκτήσει την ανώτατη διεύθυνση της εκτελεστικής εξουσίας, απόδειχνε αναμφισβήτητα ότι είχε χάσει την αυτοτελή κοινοβουλευτική πλειοψηφία του. Η απλή δύναμη του ημερολογίου, ο ωροδείχτης, σήμανε στις 28 του Μάη την ολοκληρωτική του διάλυση. Με την 28 του Μάη άρχισε ο τελευταίος χρόνος της ζωής της εθνοσυνέλευσης. Έπρεπε τώρα ν’ αποφασίσει ή για την αμετάβλητη διατήρηση του συντάγματος ή για την αναθεώρησή του. Μα αναθεώρηση του συντάγματος δε σήμαινε μόνο την κυριαρχία της αστικής τάξης ή της μικροαστικής δημοκρατίας, δημοκρατία ή προλεταριακή αναρχία, κοινοβουλευτική δημοκρατία ή Βοναπάρτη, σήμαινε ακόμα Ορλεάνοι ή Βουρβώνοι! Έτσι έπεσε μέσα στο κοινοβούλιο το μήλο της έριδος, που γύρω του έπρεπε να ανάψει ανοιχτά η σύγκρουση των συμφερόντων που χώριζαν το κόμμα της τάξεως σε εχθρικές ομάδες. Το κόμμα της τάξεως ήταν ένα κράμα από ετερογενή κοινωνικά στοιχεία. Το ζήτημα της αναθεώρησης δημιουργούσε μια πολιτική θερμοκρασία μέσα στην οποία το προϊόν αυτής της ένωσης διαλυόταν ξανά στα πρωταρχικά συστατικά μέρη.

Το συμφέρον των βοναπαρτικών για την αναθεώρηση ήταν απλό. Γι’ αυτούς το ζήτημα ήταν πριν απ’ όλα να καταργηθεί το άρθρο 45, που απαγόρευε την επανεκλογή του Βοναπάρτη και την παράταση της εξουσίας του. Όχι λιγότερο απλή φαινόταν και η θέση των δημοκρατικών. Αποδοκίμαζαν απόλυτα κάθε αναθεώρηση. Στην αναθεώρηση έβλεπαν μια ολόπλευρη συνωμοσία ενάντια στη δημοκρατία. Επειδή διάθεταν πάνω από το ένα τέταρτο των ψήφων στην εθνοσυνέλευση και επειδή, σύμφωνα με το σύνταγμα, χρειάζονταν τα τρία τέταρτα των ψήφων για να μπορεί νόμιμα ν’ αποφασιστεί η αναθεώρηση και να συγκληθεί μια αναθεωρητική συνέλευση, δεν είχαν παρά να μετρήσουν τις ψήφους τους για να είναι βέβαιοι για τη νίκη. Και ήταν βέβαιοι για τη νίκη.

Απέναντι σ’ αυτές τις ξεκάθαρες θέσεις, το κόμμα της τάξεως βρισκόταν μέσα σε αξεδιάλυτες αντιθέσεις. Αν απόρριπτε την αναθεώρηση, έβαζε σε κίνδυνο το υπάρχον καθεστώς αφήνοντας στο Βοναπάρτη μια μόνο διέξοδο, τη διέξοδο της βίας, και παρέδιδε, τη δεύτερη Κυριακή του Μάη 1852, δηλ. την αποφασιστική στιγμή, τη Γαλλία στην επαναστατική αναρχία, μ’ έναν πρόεδρο που είχε χάσει το κύρος του, μ’ ένα κοινοβούλιο που από καιρό δεν το κρατούσε πια στα χέρια του και μ’ ένα λαό που σκεφτόταν να τον ξανακατακτήσει. Αν ψήφιζε υπέρ της συνταγματικής αναθεώρησης, ήξερε ότι θα ψήφιζε μάταια και ότι θα αποτύχαινε, γιατί σύμφωνα με το σύνταγμα θα σκόνταφτε στην αρνησικυρία των δημοκρατικών. Αν, αντίθετα προς το σύνταγμα, δήλωνε ότι η απλή πλειοψηφία ήταν δεςμευτική, θα μπορούσε τότε μονάχα να ελπίζει ότι θα κυριαρχούσε πάνω στην επανάσταση, αν υποτασσόταν χωρίς όρους στην εκτελεστική εξουσία, έτσι όμως θα έκανε το Βοναπάρτη κύριο του συντάγματος, της αναθεώρησης, και αυτού του ίδιου του κόμματος της τάξεως. Μια μερική μόνο αναθεώρηση που θα παράτεινε την εξουσία του προέδρου, άνοιγε το δρόμο στον αυτοκρατορικό σφετερισμό. Μια γενική αναθεώρηση που θα συντόμευε την ύπαρξη της δημοκρατίας, θα προκαλούσε μια αναπόφευγη σύγκρουση ανάμεσα στις δυναστικές αξιώσεις, γιατί οι όροι για μια παλινόρθωση των Βουρβώνων και οι όροι για μια παλινόρθωση των Ορλεανών δεν ήταν μονάχα διαφορετικοί, μα και αλληλοαποκλείονταν.

Η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν κάτι παραπάνω από το ουδέτερο έδαφος, όπου οι δυο μερίδες της γαλλικής αστικής τάξης, νομιμόφρονες και ορλεανικοί, μεγάλη γαιοκτησία και βιομηχανία, μπορούσαν να διευθύνουν η μια δίπλα στην άλλη με ίσα δικαιώματα. Ήταν ο απαραίτητος όρος της κοινής τους κυριαρχίας, η μόνη κρατική μορφή, όπου το γενικό ταξικό τους συμφέρον υπέτασσε ταυτόχρονα τις αξιώσεις των ξεχωριστών ομάδων τους καθώς και όλες τις άλλες τάξεις της κοινωνίας. Σαν βασιλικοί ξαναπέφτανε στην παλιά τους αντίθεση, στην πάλη για την υπεροχή της γαιοκτησίας ή του χρήματος και η υπέρτατη έκφραση αυτής της αντίθεσης η προσωποποίησή της, ήταν οι ίδιοι οι βασιλιάδες τους, οι δυναστείες τους. Έτσι εξηγείται η εναντίωση του κόμματος της τάξεως στην ανάκληση των Βουρβώνων.

Ο ορλεανικός και αντιπρόσωπος του λαού Κρετόν είχε υποβάλει περιοδικά, στα 1849, στα 1850 και στα 1851, την πρόταση να ακυρωθεί το διάταγμα που εξόριζε τις βασιλικές οικογένειες. Επίσης περιοδικά το κοινοβούλιο παρουσίαζε το θέαμα μιας συνέλευσης βασιλικών, που έκλειναν επίμονα στους εξόριστους βασιλιάδες τους τις πύλες απ’ όπου μπορούσαν να ξαναγυρίσουν στον τόπο τους. Ο Ριχάρδος Γ’ είχε δολοφονήσει τον Ερρίκο ΣΤ’ δηλώνοντας ότι ήταν πάρα πολύ καλός γι’ αυτό τον κόσμο και ότι η θέση του ήταν στον ουρανό. Αυτοί εδώ δήλωναν ότι η Γαλλία ήταν τόσο κακή που δε μπορούσε ν’ αποκτήσει πάλι τους βασιλιάδες της. Εξαναγκασμένοι από τη δύναμη των περιστάσεων, είχαν γίνει δημοκρατικοί και επικύρωσαν επανειλημμένα την απόφαση του λαού, που είχε εξορίσει τους βασιλιάδες τους από τη Γαλλία.

Η αναθεώρηση του συντάγματος – και οι περιστάσεις τους ανάγκαζαν ν’ ασχολούνται μ’ αυτή – διαμφισβητούσε μαζί με τη δημοκρατία και την κοινή κυριαρχία των δύο αστικών ομάδων και ξαναζωντάνευε, μαζί με τη δυνατότητα της μοναρχίας, την αντίθεση των συμφερόντων που κατά προτίμηση είχε διαδοχικά εκπροσωπήσει, την πάλη για την υπεροχή της μιας ομάδας πάνω στην άλλη. Οι διπλωμάτες του κόμματος της τάξεως πίστευαν πώς θα μπορούσαν να εξομαλύνουν την πάλη με μια συνένωση των δύο δυναστειών, με μια λεγόμενη συγχώνευση των βασιλικών κομμάτων και των βασιλικών τους οίκων. Η πραγματική συγχώνευση της παλινόρθωσης και της μοναρχίας του Ιούλη ήταν η κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπου έσβηναν τα ορλεανικά και τα νομιμόφρονα χρώματα και όπου οι διάφορες ποικιλίες του αστού εξαφανίζονταν μέσα στον αστό γενικά, μέσα στο γένος των αστών. Τώρα όμως ο ορλεανικός έπρεπε να γίνει νομιμόφρων και ο νομιμόφρων έπρεπε να γίνει ορλεανικός. Η μοναρχία, που προσωποποιούσε τον ανταγωνισμό τους, θα έπρεπε να ενσαρκώνει την ενότητά τους, η έκφραση των αποκλειστικών συμφερόντων τους σαν ομάδα θα έπρεπε να γίνει η έκφραση του κοινού ταξικού τους συμφέροντος, η μοναρχία θα έπρεπε να πραγματοποιήσει εκείνο που μόνο η κατάργηση δυο μοναρχιών, η δημοκρατία, μπορούσε να πραγματοποιήσει και είχε στ’ αλήθεια πραγματοποιήσει. Αυτή ήταν η φιλοσοφική λίθος, που για την κατασκευή της έσπαζαν τα κεφάλια τους οι αλχημιστές του κόμματος της τάξεως. Σαν να μπορούσε ποτέ η νόμιμη μοναρχία να γίνει μοναρχία της βιομηχανικής αστικής τάξης, ή η αστική μοναρχία να γίνει μοναρχία της κληρονομικής αριστοκρατίας της γης. Σαν να μπορούσαν να συναδελφωθούν κάτω από το ίδιο στέμμα η γαιοκτησία και η βιομηχανία, εκεί που το στέμμα δε μπορούσε να σκεπάσει παρά ένα μονάχα κεφάλι, το κεφάλι του μεγαλύτερου ή του μικρότερου αδελφού. Σαν να μπορούσε γενικά η βιομηχανία να συμφιλιωθεί με τη γαιοκτησία, όσο η γαιοκτησία δεν αποφασίζει να γίνει η ίδια βιομηχανική! Αν αύριο πέθαινε ο Ερρίκος Ε’, ο κόμης του Παρισιού δε θα γινόταν γι’ αυτό το λόγο βασιλιάς των νομιμοφρόνων, εκτός αν έπαυε να είναι βασιλιάς των ορλεανικών. Ωστόσο, οι φιλόσοφοι της συγχώνευσης, που φώναζαν τόσο πιο πολύ όσο το ζήτημα της αναθεώρησης έμπαινε στην πρώτη γραμμή, που είχαν δημιουργήσει το επίσημο καθημερινό όργανό τους, την εφημερίδα «Ασαμπλέ Νασιονάλ» και που αυτή τη στιγμή (Φλεβάρης 1852) βρίσκονται πάλι σε δράση, εξηγούσαν όλες τις δυσκολίες με την αντίθεση και την αντιζηλία των δύο δυναστειών. Οι απόπειρες να συμφιλιωθεί η οικογένεια της Ορλεάνης με τον Ερρίκο Ε’, που είχαν αρχίσει ύστερα από το θάνατο του Λουδοβίκου Φιλίππου, μα που, όπως γενικά όλες οι δυναστικές ραδιουργίες, παίζονταν στα παρασκήνια μονάχα στις διακοπές της εθνοσυνέλευσης, στα διαλείμματα, και που ήταν περισσότερο αισθηματική κοκεταρία με την παλιά πρόληψη παρά σοβαρή υπόθεση, οι απόπειρες αυτές έγιναν τώρα κύριες πολιτικές πράξεις και ανεβάστηκαν από το κόμμα της τάξεως στη δημόσια σκηνή, αντί στο θέατρο ερασιτεχνών όπως γινόταν ως τώρα. Οι ταχυδρόμοι πετούσαν από το Παρίσι στη Βενετία, από τη Βενετία στο Κλαρεμόν, από το Κλαρεμόν στο Παρίσι. Ο κόμης του Σαμπόρ δημοσίευσε ένα μανιφέστο, όπου «με τη βοήθεια όλων των μελών της οικογένειάς του» αναγγέλλει όχι τη δική του, μα την «εθνική» παλινόρθωση. Ο ορλεανικός Σαλβαντύ έπεσε στα πόδια του Ερρίκου Ε’. Οι αρχηγοί των νομιμοφρόνων Μπερρυέ, Μπενουά ντ’ Αζύ και Σαιν-Πρίστ πάνε στο Κλαρεμόν για να πείσουν τους ορλεανικούς, μάταια όμως. Οι οπαδοί της συγχώνευσης αντιλαμβάνονται πολύ αργά ότι τα συμφέροντα των δύο αστικών ομάδων ούτε χάνουν τίποτε από την αποκλειστικότητά τους, ούτε κερδίζουν τίποτε σε υποχωρητικότητα, όταν οξύνονται με τη μορφή οικογενειακών συμφερόντων, συμφερόντων δύο βασιλικών οίκων. Αν ο Ερρίκος Ε’ αναγνώριζε για διάδοχό του τον κόμη του Παρισιού – η μονη επιτυχία που η συγχώνευση μπορούσε να δώσει στην καλύτερη περίπτωση – ο οίκος της Ορλεάνης δεν κέρδιζε κανένα δικαίωμα, που να μην του το είχε κιόλας εξασφαλίσει το γεγονός ότι ο Ερρίκος Ε’ του το είχε κιόλας εξασφαλίσει το γεγονός ότι ο Ερρίκος Ε’ δεν είχε παιδιά, έχανε όμως όλα τα δικαιώματα που είχε κατακτήσει με την επανάσταση του Ιούλη. Παρατιόταν από τις αρχικές του αξιώσεις, από όλους τους τίτλους που είχε αποσπάσει στο διάστημα μιας σχεδόν εκατόχρονης πάλης από τον παλιότερο κλάδο των Βουρβώνων, αντάλλασσε το ιστορικό του προνόμιο, το προνόμιο της συγχρονισμένης βασιλείας με το προνόμιο του γενεαλογικού του δένδρου. Η συγχώνευση δεν ήταν λοιπόν τίποτε άλλο παρά μια θεληματική παραίτηση του οίκου της Ορλεάνης, η υποταγή του στους νομιμόφρονες, η γεμάτη μετάνοια επιστροφή του από την διαμαρτυρόμενη κρατική εκκλησία στην καθολική. Μια επιστροφή, που δεν τον έφερνε κάν στο θρόνο που είχε χάσει, αλλά στα σκαλοπάτια του θρόνου όπου είχε γεννηθεί. Οι παλιοί ορλεανικοί υπουργοί, ο Γκιζό, ο Ντυσατέλ κλπ, που έσπευσαν επίσης στο Κλαρεμόν για να συνηγορήσουν για τη συγχώνευση, αντιπροσώπευαν στην πραγματικότητα την αποχαύνωση, ύστερα από την επανάσταση του Ιούλη, την απογοήτευση για την αστική μοναρχία και τη μοναρχική κυριαρχία των αστών, τη δεισιδαιμονία για τη νομιμοφροσύνη σαν το τελευταίο φυλαχτό ενάντια στην αναρχία. Ενώ φαντάζονταν ότι ήταν μεσάζοντες ανάμεσα στους Ορλεανικούς και τους Βουρβώνους, ήταν στην πραγματικότητα μονάχα αποστάτες ορλεανικοί και σαν τέτοιους τους υποδέχθηκε ο πρίγκιπας ντε Ζουανβίλ. Αντίθετα, η ζωντανή, μαχητική μερίδα των ορλεανικών, ο Θιέρσος, ο Μπαζ κλπ, με μεγάλη ευκολία έπεισαν την οικογένεια του Λουδοβίκου Φιλίππου ότι, αν κάθε άμεση μοναρχική παλινόρθωση προϋποθέτει τη συγχώνευση των δύο δυναστειών, κάθε όμως παρόμοια συγχώνευση προϋποθέτει την παραίτηση του οίκου της Ορλεάνης, ενώ αντίθετα, ανταποκρίνεται πέρα για πέρα με την παράδοση των προγόνων του αν αναγνώριζε προσωρινά τη δημοκρατία και αν περίμενε ώσπου τα γεγονότα θα επέτρεπαν να μεταβληθεί η προεδρική έδρα σε θρόνο. Πρώτα διάδωσαν σαν φήμη την υποψηφιότητα του Ζουανβίλ για το αξίωμα του προέδρου της δημοκρατίας, η περιέργεια του κοινού κρατιόταν σε διέγερση και, λίγους μήνες αργότερα, το Σεπτέμβρη, ύστερα από την απόρριψη της αναθεώρησης, η υποψηφιότητα αυτή προκηρύχθηκε δημόσια.

Έτσι, η απόπειρα μιας βασιλικής συγχώνευσης των ορλεανικών και των νομιμοφρόνων δεν είχε μόνο ναυαγήσει, μα είχε ακόμα καταστρέψει την κοινοβουλευτική τους συγχώνευση, την κοινή τους δημοκρατική μορφή και είχε αποσυνθέσει ξανά το κόμμα της τάξεως στα πρωταρχικά συστατικά του μέρη. Μα όσο μεγάλωνε η αποξένωση ανάμεσα στο Κλαρεμόν και στη Βενετία, όσο έσπαζε η συμφιλίωσή τους και όσο κέρδιζε έδαφος η ζύμωση γύρω στο Ζουανβίλ, τόσο πιο δραστήριες και πιο σοβαρές γίνονταν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον υπουργό του Βοναπάρτη Φωσέ και τους νομιμόφρονες.

Η διάλυση του κόμματος της τάξεως δε σταμάτησε στα πρωταρχικά του στοιχεία. Καθεμιά από τις δυο μεγάλες ομάδες του αποσυντέθηκε κι αυτή ξανά με τη σειρά της. Ήταν σάμπως όλες οι παλιές αποχρώσεις που άλλοτε καταπολεμούνταν και συνωθούνταν στο εσωτερικό της καθεμιάς από τις δυο ομάδες, είτε της ορλεανικής, είτε της νομιμόφρονης, να εμφανίζονται και πάλι, σαν τα αποξηραμένα εγχυματογενή ζωάρια που ξαναζωντανεύουν όταν έρχονται σε επαφή με το νερό και σάμπως να είχαν αποκτήσει ξανά αρκετή ζωτική δύναμη για να σχηματίσουν δικές τους ομάδες και δικά τους αντιτιθέμενα αυτοτελή συμφέροντα. Οι νομιμόφρονες ονειρεύονταν πώς γύριζαν ξανά στις διαμάχες αν μέσα στον Κεραμεικό και το περίπτερο Μαρσάν, (σ. Σ. Υπονοείται η σύγκρουση ανάμεσα στο Λουδοβίκο XVIII και στον αδελφό του, τον κόμη του Αρτουά – που έγινε αργότερα βασιλιάς με το όνομα Κάρολος Χ – στην περίοδο της παλινόρθωσης. Ο Λουδοβίκος XVIII είχε την έδρα του στον Κεραμεικό, ενώ ο κόμης του Αρτουά, που εκπροσωπούσε μιαν ακόμα αντιδραστικότερη πολιτική, έμενε στο περίπτερο Μαρσάν) ανάμεσα στον Βιλλέλ και τον Πολινιάκ. Οι ορλεανικοί ξαναζούσαν το χρυσό αιώνα των κονταρομαχιών ανάμεσα στους Γκιζό, Μολέ, Μπρολί, Θιέρσο και Οντιλόν Μπαρρό.

Η μερίδα του κόμματος της τάξεως που ήθελε την αναθεώρηση μα που κι αυτή δεν είχε ενιαία γνώμη για την έκταση που πρέπει να πάρει η αναθεώρηση, μια μερίδα που αποτελούνταν από νομιμόφρονες κάτω από την ηγεσία των Μπερρυέ και Φαλλού από τη μια και του Λα – Ρος – Ζακελέν από την άλλη και από κουρασμένους από την πάλη ορλεανικούς κάτω από την ηγεσία του Μολέ, του Μπρολί, του Μονταλαμπέρ και του Οντιλόν Μπαρρό, συμφώνησε με τους βοναπαρτικούς αντιπροσώπους να καταθέσει την παρακάτω αόριστη και ευρύτατη πρόταση: «Οι υπογραμμένοι αντιπρόσωποι, με το σκοπό να ξαναδώσουν στο έθνος την πλήρη ενάσκηση της κυριαρχίας του, προτείνουν να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα». Σύγχρονα όμως δήλωσαν ομόφωνα, με το στόμα του εισηγητή τους Τοκβίλ, ότι η εθνοσυνέλευση δεν έχει το δικαίωμα να προτείνει την κατάργηση της δημοκρατίας, ότι το δικαίωμα αυτό το είχε μονάχα η αναθεωρητική Βουλή. Εξάλλου το Σύνταγμα δε μπορούσε να αναθεωρηθεί παρά μονάχα με «νόμιμο» τρόπο, δηλ. μόνο αν η σχετική απόφαση συγκέντρωνε τα τρία τέταρτα των ψήφων που όριζε το Σύνταγμα. Ύστερα από εξαήμερες θυελλώδεις συζητήσεις, στις 19 του Ιούνη, απορρίφθηκε όπως προβλεπόταν, η αναθεώρηση. Ψήφισαν 446 υπέρ και 278 κατά. Οι άκροι ορλεανικοί, Θιέρσος, Σανγκαρνιέ κλπ, ψήφισαν μαζί με τους δημοκρατικούς και τους ορεινούς.

Έτσι, η πλειοψηφία του κοινοβουλίου κηρυσσόταν ενάντια στο Σύνταγμα, μα το ίδιο το Σύνταγμα κηρυσσόταν υπέρ της μειοψηφίας και θεωρούσε δεσμευτική την απόφασή της. Μήπως όμως το κόμμα της τάξεως δεν είχε υποτάξει το Σύνταγμα, στις 31 του Μάη 1850 και στις 13 του Ιούνη 1849, στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία; Μήπως όλη η ως τώρα πολιτική του δε στηριζόταν στην υπαγωγή των άρθρων του συντάγματος στις αποφάσεις της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας; Μήπως δεν είχε αφήσει στους δημοκράτες τη βιβλική δεισιδαιμονία στο γράμμα του νόμου και δεν είχε τιμωρήσει γι’ αυτό τους δημοκράτες; Αυτή τη στιγμή όμως αναθεώρηση του Συντάγματος δε σήμαινε τίποτε άλλο από τη διατήρηση της προεδρικής εξουσίας, όπως η διατήρηση του συντάγματος δε σήμαινε τίποτα άλλο από την καθαίρεση του Βοναπάρτη. Το κοινοβούλιο είχε πάρει το μέρος του Βοναπάρτη, μα το Σύνταγμα είχε κηρυχθεί ενάντια στο κοινοβούλιο. Ξεσκίζοντας λοιπόν το σύνταγμα, ο Βοναπάρτης ενεργούσε σύμφωνα με το πνεύμα του κοινοβουλίου, και διαλύοντας το κοινοβούλιο ενεργούσε σύμφωνα με το πνεύμα του συντάγματος.

Το κοινοβούλιο είχε κηρύξει το Σύνταγμα και μαζί μ’ αυτό και τη δική του κυριαρχία «εκτός πλειοψηφίας». Με την απόφασή του είχε καταργήσει το σύνταγμα και παρατείνει την προεδρική εξουσία, ενώ σύγχρονα είχε δηλώσει ότι ούτε το ένα μπορούσε να πεθάνει, ούτε η άλλη να ζήσει, όσο καιρό θα εξακολουθούσε να υπάρχει αυτό το ίδιο. Τα πόδια εκείνων που θα το θάβανε πατούσαν κιόλας το κατώφλι της πόρτας. Ενώ το κοινοβούλιο συζητούσε για την αναθεώρηση, ο Βοναπάρτης απομάκρυνε από τη διοίκηση της 1ης μεραρχίας του στρατού το στρατηγό Μπαραγκαί ντ’ Ιλλιέ, που δειχνόταν αναποφάσιστος, και διόρισε στη θέση του το στρατηγό Μανιάν, το νικητή της Λυών, τον ήρωα των ημερών του Δεκέμβρη, ένα από τα τσανάκια του, που από την εποχή του Λουδοβίκου Φιλίππου είχε λίγο πολύ εκτεθεί για το Βοναπάρτη με την ευκαιρία της εκστρατείας της Βουλώνης.

Το κόμμα της τάξεως απόδειξε, με την απόφασή του για την αναθεώρηση, ότι δεν ήξερε ούτε να κυριαρχεί, ούτε να υπηρετεί, ούτε να ζει, ούτε να πεθαίνει, ούτε να ανέχεται τη δημοκρατία, ούτε να τη γκρεμίζει, ούτε να διατηρεί το σύνταγμα, ούτε να το ανατρέπει, ούτε να συνεργάζεται με τον πρόεδρο, ούτε να τα χαλάει μαζί του. Από ποιον περίμενε λοιπόν τη λύση όλων των αντιφάσεων; Από το ημερολόγιο, από την πορεία των γεγονότων. Επαψε να θεωρεί τον εαυτό του κύριο των γεγονότων. Προκαλούσε λοιπόν τα γεγονότα να εξασκήσουν βία πάνω του, προκαλούσε δηλ. τη δύναμη εκείνη που στην πάλη του ενάντια στο λαό, της είχε παραχωρήσει διαδοχικά όλα τα δικαιώματά του, ώσπου στο τέλος στεκόταν το ίδιο ανίσχυρο αντίκρυ της. Για να μπορεί ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας να σχεδιάσει πιο ανενόχλητα το σχέδιο εκστρατείας εναντίον του, να δυναμώσει τα επιθετικά του μέσα, να διαλέξει τα σύνεργά του και να οχυρώσει τις θέσεις του, αποφάσισε ακριβώς σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή ν’ αποχωρήσει από τη σκηνή και ν’ αναβάλει για τρεις μήνες τις εργασίες της Βουλής από τις 10 του Αυγούστου ως τις 4 του Νοέμβρη.

Το κοινοβουλευτικό κόμμα δε χωρίστηκε μονάχα στις δυο μεγάλες του ομάδες, και η καθεμιά απ’ αυτές τις ομάδες δεν είχε μονάχα χωριστεί η ίδια, αλλά το κόμμα της τάξεως μέσα στο κοινοβούλιο είχε έρθει σε σύγκρουση με το κόμμα της τάξεως έξω από το κοινοβούλιο. Τα μεγάφωνα και οι συγγραφείς της αστικής τάξης, το βήμα της και ο τύπος, κοντολογίς οι ιδεολόγοι της αστικής τάξης και η ίδια η αστική τάξη, οι αντιπρόσωποι και οι αντιπροσωπευόμενοι, στέκονταν σαν ξένοι ο ένας αντίκρυ στον άλλο και δεν καταλαβαίνονταν πια αναμεταξύ τους.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΛΥΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ

Η ΛΑΧΤΑΡΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

ΦΑΣΙΣΜΟΣ: ΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ